Sunday, January 14, 2018

«Συνδικαλισμός» με τα λεφτά των άλλων

«Συνδικαλισμός» με τα λεφτά των άλλων
Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου
 
Ανεξάρτητα από την εντύπωση που δημιουργούν οι συχνές και θορυβώδεις απεργίες που κηρύσσουν για καθαρά πολιτικούς και συντεχνιακούς λόγους η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ και τα συνδικάτα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, η ουσιαστική επιρροή του συνδικαλισμού στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Θα μου έκανε ιδιαίτερη έκπληξη εάν η ΓΣΕΕ τολμούσε να διενεργήσει και να δημοσιοποιήσει μια αντικειμενική έρευνα που θα αναδείκνυε ότι το ποσοστό των συνδικαλισμένων είναι πάνω από 10% με 12% εργαζομένων. Βέβαια, η ισχνότητα αυτή δεν εμποδίζει να έχει ως μέλη της η ΓΣΕΕ περίπου 70 Ομοσπονδίες και 80 Εργατικά Κέντρα, στους κόλπους των οποίων εντάσσονται εκατοντάδες απίθανα πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία, με τη σειρά τους «διοικούνται» από μυριάδες συνδικαλιστές, συνήθως ελάχιστα ή καθόλου εργαζόμενους. Εάν εξαιρέσουμε τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ, η πραγματική ενεργή συμμετοχή εργαζομένων στα περισσότερα συνδικάτα εξαντλείται συνήθως σε όσους απαιτούνται για να συσταθούν τα διοικητικά τους συμβούλια.
Το εάν ο «Σύλλογος Ερασιτεχνών Αλιέων Μενιδίου» εκπροσωπεί πράγματι τους ψαράδες της περιοχής, καθώς και το που βρίσκει χρήματα για να ασκήσει τις δραστηριότητές του δεν απασχολεί ποσώς όσους δεν είναι μέλη του. Όποιος θέλει γράφεται μέλος του και όποιος θέλει τον συνδράμει οικονομικά. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τις κάθε είδους συνδικαλιστικές οργανώσεις, δεδομένου ότι η εγγραφή ή όχι σ’ αυτές αποτελεί εκ του Συντάγματος ελεύθερη επιλογή κάθε εργαζόμενου. Έτσι, τα συνδικάτα θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από τις συνδρομές των μελών τους, όπως γίνεται σε όλες τις άλλες χώρες.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, ευεπίφορο στον πατερναλισμό, αδιαφορεί για την ελευθερία του συνδικαλίζεσθαι και επιρρίπτει το κόστος της συνδικαλιστικής δράσης σε κάθε εργαζόμενο, ανεξάρτητα εάν είναι συνδικαλισμένος ή όχι και σε κάθε εργοδότη, μολονότι τα συμφέροντα των τελευταίων κάθε άλλο παρά συμπλέουν με αυτά των συνδικάτων. Σημειωτέον ότι το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή τον έδειξε το ανελεύθερο καθεστώς του Ιωάννου Μεταξά, που για πρώτη φορά θέσπισε την εργοδοτική εισφορά υπέρ της Εργατικής Εστίας και εισήγαγε την υποχρεωτική εισφορά όλων των εργαζομένων για τη χρηματοδότηση της ΓΣΕΕ. Επίσης, έχει σημασία να θυμίσουμε ότι η απριλιανή χούντα του ΄67 οργάνωσε περαιτέρω την αφαίμαξη εργαζομένων και εργοδοτών θεσπίζοντας τον ΟΔΕΠΕΣ «με σκοπό την οικονομικήν υποβοήθησιν απάντων των εν τη χώρα λειτουργούντων εργασιακών σωματείων και ενώσεων».

Σήμερα, μολονότι ο ΟΔΕΠΕΣ και η Εργατική Εστία έχουν πλέον καταργηθεί, η ετήσια χρηματοδότηση των κάθε είδους συνδικαλιστικών οργανώσεων συνεχίζεται κανονικά και πλουσιοπάροχα από τον ΟΑΕΔ, μέσω του «Ενιαίου Λογαριασμού για την Εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών» (ΕΛΕΚΠ). Έτσι, το έτος 2017 το «καλό» Κράτος μοίρασε 15.000.000 ευρώ σε όλη τη γκάμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ξεκινώντας από τη ΓΣΕΕ, το πλήθος των Ομοσπονδιών και των σπαρμένων σε όλη τη χώρα Εργατικών Κέντρων και φθάνοντας στα συνωστιζόμενα πρωτοβάθμια σωματεία-σφραγίδα. Συνδικαλισμός καρέκλας με τα λεφτά των άλλων εις δόξαν του κρατικού πατερναλισμού.  

3 μύθοι για τα εργασιακά δικαιώματα

3 μύθοι για τα εργασιακά δικαιώματα

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου
Πολλοί (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι) αναμασούν -προφορικά ή γραπτά- μια σειρά από «σλόγκαν-συνθήματα» σχετικά με την κατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων, ιδίως μετά τις μνημονιακές ρυθμίσεις. Βέβαια, όποιος μιλά με σλόγκαν έχει την ακλόνητη πεποίθηση ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση της αιτιολόγησης των κραυγών του. Ας εξετάσουμε όμως εάν τα σλόγκαν αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή εάν πρόκειται απλώς για μύθους χρήσιμους για την κομματική ή συνδικαλιστική προπαγάνδα.   
Πρώτος μύθος: Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχουν καταργηθεί. Πρόκειται για μια κραυγαλέα διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό που έγινε ήταν το αντίθετο: α) Η ενδυνάμωση της αρχής της ελεύθερης διαπραγμάτευσης με την υποβάθμιση της δυνατότητας προσφυγής στην υποχρεωτική διαιτησία, β) η ανάδειξη της αξίας των επιχειρησιακών διαπραγματεύσεων, που λειτουργούν στο επίπεδο που βρίσκονται τα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Αυτές οι αλλαγές θορύβησαν τους επαγγελματίες συνδικαλιστές που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στο στημένο παιγνίδι των δήθεν κεντρικών διαπραγματεύσεων (κλάδος, επάγγελμα), οι οποίες κατά κανόνα κατέληγαν στην επίσης προδιαγεγραμμένη υποχρεωτική διαιτησία. Το ότι οι συνδικαλιστές έχουν μάθει στην υποχρεωτική διαιτησία και δεν μπορούν να εγκλιματιστούν στις ανάγκες μιας πραγματικής και ελεύθερης διαπραγμάτευσης, δηλαδή δεν ξέρουν τη «δουλειά» τους, δεν σημαίνει ότι καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Δεύτερος μύθος: Το δικαίωμα της απεργίας πλήττεται. Εδώ ο μύθος έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Εάν την αντιλαμβάνεται ως ένα δικαίωμα που μπορεί να ασκείται από οποιαδήποτε ασήμαντη μειοψηφία συνδικαλιστών ερήμην των λοιπών πραγματικά εργαζομένων ή εάν την αντιλαμβάνεται ως δικαίωμα που θα πρέπει να ασκείται με τη συμμετοχή και τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των εργαζομένων των επιχειρήσεων. Η δεύτερη εκδοχή, όχι μόνο δεν πλήττει το δικαίωμα της απεργίας, αλλά, αντίθετα, το ενδυναμώνει και του προσδίδει τη σοβαρότητα που πρέπει να έχουν τόσο σημαντικοί θεσμοί.

Τρίτος μύθος: Η μερική απασχόληση είναι κατάρα. Άλλος ένας μύθος, που δεν λαμβάνει υπόψη ότι η μερική απασχόληση είναι ένας τρόπος για να καλύπτονται ανάγκες των επιχειρήσεων, όπως επίσης είναι ένας τρόπος να καλύπτονται ανάγκες των εργαζομένων. Το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ πρόσφατα ανακοίνωσε ότι με μερική απασχόληση εργάζεται το 30% των μισθωτών. Το ποσοστό αυτό μπορεί να φαίνεται αρκετά υψηλό, αλλά, εάν ληφθεί υπόψη η κρίση και η δομή της ελληνικής οικονομίας, πρέπει να θεωρηθεί εύλογο. Άλλωστε, με μετρήσεις της OCDE του 2017, το ποσοστό της μερικής απασχόλησης σε ευημερούσες χώρες όπως η Ολλανδία και η Ελβετία βρίσκεται αντίστοιχα στο 38% και 27%, ενώ στην Αγγλία είναι 24% και στην Αυστραλία 26%. Σε καμία από τις χώρες αυτές δεν θεωρούν ότι η μερική απασχόληση είναι κατάρα, αλλά, αντίθετα, ότι συνιστά έναν αξιοπρεπή τρόπο εισόδου των νέων στην απασχόληση, που δημιουργεί εργασιακή εμπειρία μέχρι την εύρεση πλήρους απασχόλησης, ενώ εξυπηρετεί μεγάλες ομάδες πληθυσμού, όπως σπουδαστές, εργαζομένους με οικογενειακές υποχρεώσεις κ.λπ.

Απεργία: Το τσίμπημα της μέλισσας

Απεργία: Το τσίμπημα της μέλισσας 

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου

Όταν η μέλισσα τσιμπάει και προσπαθεί να φύγει, το κεντρί της αποχωρίζεται από το σώμα της μαζί με τον δηλητηριώδη αδένα και ένα μέρος του πεπτικού της συστήματος. Μπορεί το δηλητήριο που χύνεται στο ανθρώπινο σώμα να μην επιφέρει το θάνατο, αλλά η μέλισσα, χάνοντας ζωτικής σημασίας όργανα, σε λίγο πεθαίνει. Βέβαια, η μέλισσα, δεν ασκεί κάποιο «δικαίωμα» στο θάνατο και η αντανακλαστική αυτή ατομική συμπεριφορά της απέναντι στον κίνδυνο έχει έναν θεμελιώδη «υπαρξιακό σκοπό»: τη διάσωση της κυψέλης. Από την άλλη, η φύση έχει εφοδιάσει το ανθρώπινο είδος με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ατομικής και συλλογικής.
Μετά την μικρή αυτή εισαγωγή, ας περάσουμε στο περιώνυμο «δικαίωμα της απεργίας». Πολύ πριν να λάβει αυτή, με την πάροδο του χρόνου, το χαρακτήρα «δικαιώματος» και πριν καταλήξει σταδιακά στη σημερινή «χλιδάτη» κανονιστική μορφή της, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα αντανακλαστικό ξέσπασμα, μια μίνι-επανάσταση, ιδίως χειρωνάκτων εργαζομένων, σε τοπικό επίπεδο, περιορισμένο αποκλειστικά σε ιδιωτικές παραγωγικές μονάδες. Οι εργαζόμενοιπαραιτούνταν ομαδικά από τις θέσεις εργασίας τους, πιέζοντας τους εργοδότες, σε περιόδους έλλειψης εργατικών χεριών, να βελτιώσουν τους άθλιους όρους εργασίας και τις αμοιβές τους. Ωστόσο, βρισκόμαστε σε μία εποχή με βιομηχανία στοιχειωδώς μηχανοποιημένη, με εξέχουσα την ανάγκη χρησιμοποίησης μεγάλων ποσοτήτων εργατικών χεριών, με μηδενική σχεδόν κινητικότητα εργαζομένων, με δειλή κινητικότητα κεφαλαίων και με νηπιώδη ανάπτυξη της μετάδοσης της πληροφορίας. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες οι εργοδότες δεν είχαν πολλές επιλογές εξεύρεσης νέου αυτόχθονος εργατικού προσωπικού και, υποχωρώντας στην πίεση που ασκούσε η ομαδική παραίτηση των εργαζομένων, τους επαναπροσλάμβαναν, βελτιώνοντας σε κάποιο βαθμό τους όρους εργασίας. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές οι απεργοί κατέληγαν να βρεθούν οριστικά εκτός αγοράς εργασίας, είτε λόγω μη εργοδοτικής υποχώρησης, είτε λόγω οριστικού κλεισίματος του εργοστασίου. Ήδη, λοιπόν, το απεργιακό φαινόμενο, πέραν της ζημιογόνας για τον εργοδότη επίδρασής της, είχε γενετικά έναν προφανή «αυτοκαταστροφικό» χαρακτήρα, που, θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί εύλογος σε μια περίοδο που, κατά τον Μαρξ, οι εργαζόμενοι-προλετάριοι με την απεργιακή μικρο-επανάστασή τους «δεν είχαν τίποτε άλλο να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους». Όμως, σήμερα, το δικαίωμα αυτό, το οποίο  σταδιακά το σφετερίστηκαν σχεδόν απόλυτα οι συνδικαλιστικο-κομματικές συντεχνίες του δημοσίου τομέα και των οργανισμών κοινής ωφέλειας, έχει ελάχιστη σημασία για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που ενώ δεν έχουν πλέον αλυσίδες να χάσουν, έχουν κάθε λόγο να διατηρήσουν τη θέση εργασίας τους. Και τούτο γιατί οι συνθήκες που γέννησαν το απεργιακό φαινόμενο έχουν πλέον οριστικά εκλείψει: πλήρης αλλαγή στην οργάνωση και στις τεχνικές παραγωγής, τεχνολογία και διάδοση πληροφορίας που κινούνται με ταχύτητα φωτός, αγορά εργασίας διαμορφωμένη σε πλανητικό επίπεδο κ.λπ. Σήμερα, η άλογη χρήση του δικαιώματος της απεργίας, εκτός από αντικοινωνικό όπλο στα χέρια των συνδικαλιστών του δημόσιου τομέα, αποτελεί ένα ισοδύναμο του κεντρίσματος της μέλισσας: Όσο περισσότερο βλάπτεται την επιχείρηση τόσο περισσότερο δημιουργούνται συνθήκες που οδηγούν στην φυγή της επιχείρησης, ξεριζώνοντας μαζί και εργασιακές θέσεις.

Ρύθμιση για απεργία: «Γλυκιά αλχημεία»

Ρύθμιση για απεργία: «Γλυκιά αλχημεία»

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου

Η κυρία Αχτσιόγλου επί μήνες κυοφορούσε τη ρύθμιση για τη διαδικασία λήψης της απόφασης για απεργία. Ήδη εισήχθη στο μαιευτήριο «Οι Θεσμοί», όπου την περιμένουν με ενθουσιασμό οι εκπρόσωποι. Ακούσαμε διάφορα για την κυοφορούμενη ρύθμιση, ιδιαίτερης όμως σημασίας είναι η δήλωση της κας Υπουργού ότι είναι άνευ σημασίας οι προωθούμενες αλλαγές, δεδομένου ότι η μόνη διαφοροποίηση από τα ήδη ισχύοντα είναι ότι, αντί να απαιτείται να συμμετέχει στη γενική συνέλευση του πρωτοβάθμιου σωματείου το 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών (απαρτία), στο εξής θα χρειάζεται η παρουσία του 50%+1 των εν λόγω μελών.
Συμφωνούμε με την κα Αχτσιόγλου: «Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν» ή, αλλιώς, «συνδικαλιστές μην ανησυχείτε, δουλεύουμε για εσάς». Και τούτο γιατί το κύριο πρόβλημα με την λήψη της απόφασης περί κήρυξης απεργίας δεν βρίσκεται στο ζήτημα της απαρτίας στις συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων. Υπάρχουν μια σειρά σοβαρότερα προβλήματα στον τρόπο κήρυξης της απεργίας, που αφήνει άθικτα η νέα προσχηματική ρύθμιση.
Κατ’ αρχήν, η κήρυξη της απεργίας δεν αφορά μόνο τα μέλη του σωματείου που την κηρύσσει, αλλά επηρεάζει το σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης. Αυτοί, λοιπόν, με τη νέα ρύθμιση εξακολουθούν να μένουν «έξω από το χορό» και είναι υποχρεωμένοι να υφίστανται τις συνέπειες μιας απεργίας υπέρ της οποίας συνηγόρησε ερήμην τους μια ασήμαντη μειοψηφία εργαζομένων.
Δεύτερον, απεργίες δεν κηρύσσονται μόνο από πρωτοβάθμια σωματεία του καθαρά ιδιωτικού τομέα, αλλά κηρύσσονται συνήθως από την ΓΣΕΕ, τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ομοσπονδίες, τα Εργατικά Κέντρα, τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, δηλαδή σωματεία μεγάλων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΣΕ κ.λπ.). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπου γίνεται και η μεγάλη κατάχρηση απεργιακών κινητοποιήσεων, η απόφαση περί απεργίας λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο και όχι από γενικές συνελεύσεις. Άρα και στις περιπτώσεις αυτές η νέα ρύθμιση δεν έχει καμία επίδραση και τα πράγματα θα συνεχιστούν όπως τα ξέρουμε.
Τρίτον, η πείρα μας λέει ότι η πλειονότητα των απεργιών που κηρύσσουν τα πρωτοβάθμια σωματεία έχουν την μορφή «στάσεων» (απεργία κάποιες μόνο ώρες και όχι όλη την εργάσιμη ημέρα). Κατά το νόμο, όμως, στην περίπτωση των «στάσεων» η λήψη της απόφασης δεν είναι αναγκαίο να λαμβάνεται από τη γενική συνέλευση, αλλά αρκεί απλή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Άρα, και στην περίπτωση των στάσεων η καθημερινή μας ζωή θα συνεχίσει να πλήττεται το ίδιο βασανιστικά όπως σήμερα.

Δεν ξέρω πόσες μύγες θα κάνουν ότι χάβουν οι θεσμοί για να κλείσει όπως-όπως η αξιολόγηση, αλλά με τέτοιες αντιλήψεις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δεν γίνονται.

Η κα Αχτσιόγλου ανοίγει το πουγκί της

Η κα Αχτσιόγλου ανοίγει το πουγκί της

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου

Την κα Αχτσιόγλου την πρωτογνωρίσαμε ως Διευθύντρια του Πολιτικού Γραφείου του κ. Κατρούγκαλου και θα δυσκολευόμαστε μέχρι τώρα να της αναγνωρίσουμε ιδιαίτερα προσόντα, πλην του ότι κατάφερε να κάτσει πολύ σύντομα στη θέση του μέντορά της. Στο πλαίσιο του γενικότερου κυβερνητικού οίστρου παροχολογίας, η Υπουργός Εργασίας κα Αχτσιόγλου τις τελευταίες ημέρες έριξε τη «βόμβα» της αύξησης του κατώτατου μισθού το 2018.
Στη χώρα μας, μετά από άστοχες μνημονιακές παρεμβάσεις, ισχύει ένα ερμαφρόδιτο και προφανώς στρεβλό σύστημα καθορισμού των μισθολογικών και μη μισθολογικών ελάχιστων όρων εργασίας, δηλαδή αυτών που ισχύουν ως κατώτατα όρια για όλους τους εργαζόμενους όλης της Επικράτειας. Με τις διατάξεις αυτές, την αρμοδιότητα καθορισμού των γενικών κατώτατων αποδοχών έχει πλέον η κυβέρνηση. Οι μη μισθολογικοί όροι ορίζονται με εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις (ε.γ.σ.ε.), οι οποίες, επίσης, μπορούν να ρυθμίζουν και μισθολογικούς όρους, που αφορούν, όμως, μόνο όσους εργαζόμενους απασχολούνται από εργοδότες μέλη εργοδοτικών οργανώσεων που συμβάλλονται στην ε.γ.σ.ε. Βέβαια, και οι μη μισθολογικοί όροι ρυθμίζονται οποτεδήποτε κατά το δοκούν από το Κράτος. Εν ολίγοις, «άλλ’ αντ’ άλλων», καθόλου ασυνήθιστη κατάσταση για τα ελληνικά πράγματα.
Η κα Αχτσιόγλου, λοιπόν, «δεσμεύτηκε», στα πρότυπα του καλού συριζαίου υπουργού-μάγου, ότι η κυβέρνηση θα αυξήσει τις κατώτατες αποδοχές το 2018. Θυμίζουμε ότι μέχρι το 2012 οι κατώτατες αποδοχές ορίζονταν με ε.γ.σ.ε., οπότε για πρώτη φορά διαμορφώθηκαν με νόμο στο ύψος των 586,08 ευρώ μηνιαίως. Για να αποφασιστούν όμως νέοι μισθοί πρέπει κατά το νόμο να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις, δηλαδή το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών. Ποιο, λοιπόν, χριστουγεννιάτικο άστρο έδειξε στην κα Αχτσιόγλου ότι ήλθε η ανάπτυξη, αυξήθηκε η παραγωγικότητα, ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα, βελτιώθηκε η απασχόληση στη χώρα μας σε βαθμό που να δικαιολογεί την αύξηση των κατώτατων μισθών;
Κατά δεύτερο λόγο, φοβάμαι ότι η «εργατολόγος» Υπουργός κα Αχτσιόγλου δεν έχει υπόψη της τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος προκειμένου να προχωρήσει η κυβέρνηση σε αυξήσεις των γενικών κατώτατων αποδοχών. Εάν την είχε υπόψη, θα γνώριζε ότι η διαδικασία αυτή θα έπρεπε ήδη προ πολλού να έχει αρχίσει, δεδομένου ότι περιλαμβάνει και προϋποθέτει μια μακρόχρονη διαβούλευση όλων των κεντρικών εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, σύσταση ειδικής «τριμελούς επιτροπής» για το συντονισμό της διαβούλευσης, πρόσκληση σε πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών φορέων για την υποβολή εκθέσεων για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού, μελέτη των εκθέσεων αυτών από τα συνδικάτων εργοδοτών και εργαζομένων προκειμένου να εκφράσουν και αυτά γνώμη και να υποβάλλουν σχετικά υπομνήματα, κ.λπ., κ.λπ. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει αρχίσει να δρομολογείται, ούτε πρόκειται να δρομολογηθεί. Το μόνο που βλέπουμε να δρομολογείται είναι οι εκλογές