Tuesday, November 5, 2013

Από τις «καταλήψεις» στην κοινωνική «καταληψία»

«Κατάληψη: Η κυρίευση εδαφών ή μεμονωμένων στρατιωτικών στόχων με χρήση στρατιωτικής δύναμης»
«Καταληψία: Η παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σωματική καθήλωση, ακαμψία και πνευματική αποχαύνωση και συνδέεται με συγκεκριμένες δυσλειτουργίες του εγκεφάλου (λ.χ. υστερία, σχιζοφρένεια, διάφορες ψυχώσεις)
(Λεξικό Μπαμπινιώτη)

Καταλήψεις σχολείων, Πανεπιστημίων, Υπουργείων, Δημαρχείων, εφοριών, υποκαταστημάτων ΙΚΑ, γραφείων ΟΤΕ, ΔΕΗ, εργοστασίων, πλοίων, οδοστρωμάτων δρόμων, διοδίων κ.ο.κ. Καταλήψεις μαθητών, φοιτητών, συνδικαλιστών, υπαλλήλων του δημοσίου, «αντιεξουσιαστών» κάθε είδους. Καταλήψεις με «ντού» από έξω (εισβολή) ή εκ των έσω, καταλήψεις δημιουργικές (κτισίματα καθηγητών), μετά λεηλασιών και αρπαγών ή/και μετά καταστροφών. Καταλήψεις διαρκείς (ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων από τις λεγόμενες «αυτοργανωμένες ή αυτόνομες συλλογικότητες» αναρχικών ή άλλων «δημιουργικών» τεμπέληδων) ή καταλήψεις ορισμένου χρόνου, κάποια ή κάποιων ωρών ή ημερών. Έτσι «συμβολικά» ρε αδελφέ, δεν χάθηκε και ο κόσμος. Καταλήψεις αιφνίδιες ή πανηγυρικώς προαναγγελλόμενες, που διενεργούνται ανεμπόδιστα λόγω της μνημειώδους αβελτηρίας των αρμόδιων αρχών.

Η «φαντασία στην εξουσία», φώναζαν το Μάη του 68 στο Παρίσι οι εξεγερμένοι φοιτητές (πολλοί από αυτούς σήμερα είναι σημαίνοντα στελέχη επιχειρήσεων και τρανοί κρατικοί γραφειοκράτες) και οι Έλληνες «αντιεξουσιαστές» δεν θέλουν με τίποτε να επιτρέψουν στο χρόνο να κυλήσει. Τις προάλλες, ενώπιον του πανελληνίου, «συνταγματολόγος», μόνιμος θαμώνας των τηλεοπτικών πάνελ, προκειμένου να  δικαιολογήσει τις καταλήψεις και τη βία στη χώρα μας το 2013, ανεκάλεσε στη μνήμη μας το βιβλίο  «Φράουλες και αίμα», που αναφέρεται στην κατάληψη του Πανεπιστημίου της Columbia τον Απρίλη του 1968. Προφανώς τα χείλη του έσταζαν «αίμα» και όχι «φράουλες».

Το χειρότερο είναι ότι όταν κάποιος πρωτοστατεί ή συμμετέχει σε μια κατάληψη αισθάνεται ότι «αγωνίζεται», όχι ότι διαπράττει κατά συρροή ποινικά αδικήματα, μερικά από τα οποία είναι η «αντίσταση», η «απείθεια», η «θρασύτητα κατά της αρχής», η «διέγερση», η «διατάραξη κοινής ειρήνης», η «πρόκληση και προσφορά για τέλεση αδικήματος», ο «εξαναγκασμός σε παύση εργασίας» και ενδεχομένως η «αντιποίηση αρχής», η «στάση», η «διατάραξη συνεδριάσεων», η «διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών», η «παρακώλυση συγκοινωνιών», η «παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων», η «διατάραξη της οικιακής ειρήνης» (όταν γίνεται κατάληψη επιχειρήσεων) ή η «πρόκληση κοινής ανάγκης». Αυτά τα ολίγα, εάν βεβαίως από τις ειδικές συνθήκες που γίνεται η κατάληψη δεν τελούνται και άλλα αδικήματα, όπως αυτό της «σωματικής βλάβης», της «συμπλοκής», της «παράνομης κατακράτησης», της «εξύβρισης», της «απειλής» ή/και της «παράνομης βίας» (συχνότατα περιστατικά στα Πανεπιστήμια), της «κλοπής» ή και της «φθοράς ξένης περιουσίας», που δεν αποκλείεται να συντρέχουν (κατά συρροή).

Άντε λοιπόν να εξηγήσεις σε έναν έφηβο καταληψία μαθητή που με περισσή απερισκεψία αλυσοδένει τις πόρτες του σχολείου του, που διακόπτει τη συγκοινωνία έξω από αυτό, που απαγορεύει σε άλλους συμμαθητές του και στους καθηγητές του να εισέλθουν στο κτίριο, άντε να εξηγήσεις σε έναν νεολαίο φοιτητή που καταλαμβάνει το πανεπιστήμιο με την ίδια ευκολία που στρίβει ένα τσιγάρο, που διακόπτει τα μαθήματα και τις συνεδριάσεις των οργάνων διοίκησης, «κτίζει» τους καθηγητές του κ.λπ. ότι διενεργούν πλείστα από τα παραπάνω αδικήματα.

Όμως, πώς, αλήθεια, να μην έχουν συναίσθηση του παράνομου των πράξεών τους, πως να μην αισθάνονται «κοινωνικοί αγωνιστές», όταν πανεπιστημιακοί «δάσκαλοι», που φαντασιώνονται ότι είναι «προοδευτικοί», τους διδάσκουν στα αμφιθέατρα και στα τηλεοπτικά πάνελ, ότι ασκούν ένα υψηλής αξίας κοινωνικό δικαίωμα, κατακτημένο με αίμα και λαϊκές θυσίες; Πώς να συλλάβει ο μέσος πολίτης ότι η «κατάληψη» εμπεριέχει πλήθος ποινικών παραπτωμάτων όταν επί μήνες τώρα το κτίριο της ΕΡΤ βρίσκεται κατειλημμένο και η Πολιτεία δεν κάνει εντελώς τίποτα; 

Δυστυχώς, σ’ αυτά τα παιδιά, σ’ αυτούς τους συνδικαλιστές, σ’ αυτή την κοινωνία, έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι το δικαίωμα του μπουκαρίσματος και της κατάληψης αποτελεί «δικαιολογημένη πράξη πολιτικής συμπεριφοράς». Δεν είναι μόνο που απερίφραστα το διαβεβαιώνει ο «συνταγματολόγος καθηγητής», αλλά και ότι πολλοί γνωστοί αρχιμπουκαδώροι και αρχικαταληψίες περιφέρονται στεφανωμένοι με αγωνιστικές δάφνες από εκδήλωση σε εκδήλωση, εμφανίζονται με κομπορρημοσύνη σε συγκεντρώσεις δίπλα σε αρχηγούς κομμάτων (Παπανδρέου, Τσίπρας), καλούνται αδιάκοπα σε τηλεοπτικές εκπομπές να συνεισφέρουν το λαμπρό τους πνεύμα στις περί της σωτηρίας του τόπου ως πρώτα βιολιά σε ατέρμονες συζητήσεις, δίπλα σε «καθηγητές», «πολιτικούς» και πολυπράγμονες «δημοσιογράφους».   

Η κοινωνία αυτή έχει πολύ καλά χωνέψει ότι η μεν κατάληψη (η παραβίαση του νόμου) είναι «αγωνιστική πράξη», ενώ η απελευθερώσει των υπό κατάληψη δημόσιων χώρων (αποκατάσταση του νόμου), δεν είναι τίποτε άλλο παρά για «άγρια αστυνομική εισβολή». Έτσι, όταν οι καταληφθέντες χώροι απελευθερώνονται και αποδίδονται στους χρήστες τους, δεν αποκαθίσταται το δικαίωμα στην ελεύθερη διακίνηση, στην ακώλυτη διδασκαλία, στην αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας κ.λπ. Όχι, δεν πρόκειται για αποκατάσταση της έννομης τάξης, αλλά για απαράδεκτό «σπάσιμο» κάποιου από τους αναρίθμητους «ιερούς αγώνες» που συντελούνται ακατάπαυστα σ’ αυτή τη χώρα.

Μπορεί να είμαστε μπροστά σε πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας, αλλά, φευ, αυτό διαβάζει ο πολίτης καθημερινά στις εφημερίδες, αυτό ακούει ακατάπαυστα στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα, αυτό διδάσκεται από τους δασκάλους και τους καθηγητές, πολλές φορές και από τους ίδιους τους γονείς, αυτό βλέπει κάθε φορά κατεβαίνοντας της Μεσογείων στο ύψος της ΕΡΤ. 

Και για να γυρίσουμε εκεί από όπου αρχίσαμε, ιδού λοιπόν πως οι «καταλήψεις» συνδέονται σ’ αυτόν τον τόπο με την έκδηλη κοινωνική «καταληψία».

* Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι καθηγητής
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

Friday, August 16, 2013

Τα όρια της διεκδίκησης


Ελλάδα : Μια κοινωνία εθισμένη στη συνεχή διεκδί­κηση

“Let’s be realistic, demand the impossible!” (το έγραψε ο Ernesto "Che" Guevara στο ημερολόγιό του μαζί με κάποιες άλλες επαναστατικές κενοσοφίες, κάπου στη Βολιβία). Το slogan αυτό, μπορεί να βρήκε μια πρόσκαιρη θέση στα αμφιθέατρα της Σορβόννης το Μάη του 68, αλλά ούτε ο ίδιος ο Che θα ονειρευόταν ότι η φράση του αυτή θα κατάφερνε να γίνει για δεκαετίες το απόλυτο πρότυπο διαμόρφωσης της δημόσιας (συχνά και της ιδιωτικής) συμπεριφο­ράς των νεοελλήνων.
Είμαστε η χώρα της συνεχούς και κάθε είδους διεκδί­κησης:
Οι μαθητές (και περισσότερο οι γονείς τους) διεκδικούν την χωρίς όριο και με οποιαδήποτε βαθμολογία είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση … Όταν αυτοί οι μαθητές γίνουν φοιτητές, διεκδικούν όχι μόνο δω­ρεάν σίτιση για όλους, αλλά απαιτούν και προ­βιβάσι­μους βαθμούς για όλους.
Από δίπλα, οι τοπικές «κοινωνίες» (διάβαζε τοπικά συμφέροντα), όταν κανείς επιχειρηματίας δεν φιλοτιμείται να ανοίξει στα μέρη τους ένα καζίνο, διεκδικούν την ίδρυση τουλάχιστον μιας πανεπιστημιακής σχολής. Όχι βέβαια γιατί τους ενδιαφέρει η αναβάθ­μιση του τόπου τους, αλλά για να φυτέψουν γύρω από το πανεπιστήμιο κα­φετέριες και άλλα παρόμοια καλλωπιστικά της εκπαί­δευσης φυτά … Στη συνέχεια, οι αφειδώς αποφοιτούντες από τις εν λόγω σχολές, διεκδικούν μια θέση στο δημόσιο και επειδή σήμερα πλέον δεν είναι εύκολο να ικανοποιηθούν θεω­ρούν ότι «εξαπατήθηκαν» από το «σύστημα» …
Έτσι, στην αλληλουχία αυτών των διεκδικήσεων, ο προ ολί­γων ημερών υπ’ αριθμόν μητρώου 35.000 + εγγεγραμμέ­νος στο Δικη­γορικό Σύλλογο Αθηνών, απόφοιτος μιας από τις τρεις Νομικές Σχολές, εκπλήσσεται πώς είναι δυνατόν να μην τον περιμένει μια καλοπληρωμένη απασχόληση. Πάλι το σύστημα τον έχει εξαπατήσει. Δεν είχε ακούσει ο φωτός τίποτε για τον υπερπληθωρισμό των δικηγόρων !!!
Τι είναι λοιπόν το πιο απλό γι’ αυτόν; Προφανώς να συμπαραταχθεί με τον επαναστατικό στρατό του Συλλόγου του, που και αυτός διεκδικεί για τα μέλη του άπλετη «δικηγορική ύλη» και διατήρηση των «δικηγορικών ταριφών». Όλοι μαζί, χέρι-χέρι με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, της ΓΕΣΕΒΕ (και ολίγο από ΣΕΒ) κηρύσσουν τον πό­λεμο κατά των κάθε είδους εχθρών (Μνημόνια, Μέρκελ και εγχώριων εξομωτών), που τους περιήγαγαν σε τέτοια δεινή θέση. Με τον τρόπο αυτό, ο πτυχιούχος νομικής αντιλαμβάνεται ότι διεκδικεί με τον ορθό τρόπο ένα λαμπρό επαγγελματικό και επιστημονικό μέλλον !!!
Μέσα στο γενικό αυτό διεκδικητικό οίστρο, οι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης διεκδικώντας το δικαίωμα της πλήρους «αταραξίας» στο πεδίο της εκπαίδευσης κηρύσσουν απεργία κατά την περίοδο των εξετάσεων, ενώ ένας «συγγενής» τους κλάδος, αυτός των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας κηρύσσει  αμέσως απεργία συμπαραστε­κόμενος στην απεργία των καθηγητών. Κάτι όμως δεν πήγε καλά: οι καθηγητές την ώρα που πραγματοποιείται η απεργία συμπαράστασης των ελεγκτών έχουν ήδη αναστεί­λει την απεργία τους … 
Σε ένα άλλο πεδίο, οι τρίτεκνοι διεκδικούν τα προνόμια των πολυτέκνων, οι δίτεκνοι διεκδικούν ό,τι πέτυχαν οι τρί­τεκνοι και πάει λέγον­τας ….
Στην ελληνική κοινωνία επικρατεί η αντίληψη ότι κάθε διεκδίκηση είναι «αυτονόητη». Μάλιστα, όχι μόνο είναι «αυτονό­ητη», αλλά ήδη με την εκφορά της, με τη διατύπωσή της, το διεκδικούμενο αντικείμενο αποτελεί και «κεκτημένο δικαίωμα».
Το αντικείμενο κάθε δι­εκδίκησης, κοινωνικής, οικονο­μικής, εργατικής, επαγγελματικής, ακόμη και εθνικής, σχηματοποιείται στη συνεί­δηση του νεοέλληνα ως ένα «κεκτημένο δικαίωμα» που κάποιοι δολοπλόκοι του το στερούν. Ο ελληνικό λαός ζει με το σύνδρομο των «αποστερημένων δικαιωμάτων».
Ιδού λοιπόν η κατασκευή: Το σύνδρομο του «διεκδικητι­σμού», έχει ως αιτιολογική βάση το σύνδρομο του «κεκτημένου δικαιώματος» και τούμπαλιν.
Κατά το ομαδικό θυμικό, η δι­εκδί­κηση καθ’ εαυτήν εμπεριέχει και τον τίτλο ιδιο­κτησίας του διεκδικούμενου πράγματος. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχουν αιτήματα, υπάρχουν «κεκτημένα δικαιώματα».
Η κάθε είδους «κλειστή ομάδα» ή «συν­τεχνία» (συνδικαλιστική ή άλλη) πείθει τους εγκλωβι­σμένους σ’ αυτήν (μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενους, επαγγελματίες και κάθε είδους «οπαδούς») ότι όλα τους ανήκουν, αρκεί να τα συμπεριλάβουν στο menu των διεκδικήσεών τους.
Εδώ συμμετέχει και η τρέχουσα αντίληψη (σύγχυση) για την έννοια της «νομιμότητας». Στη χώρα μας υπάρχουν τόσοι «νόμοι» όσα και τα «δίκια». Και υπάρχουν τόσα «δίκια» όσες και κοινωνικές, επαγγελματικές, ακόμα και αθλητικές ομάδες: Κάθε ομάδα έχει και τα «δίκια» της. Κάθε «δίκιο» έχει και έναν αντίστοιχο «ιδιόκτητο» νόμο». Για το λόγο αυτό, νόμος είναι το δίκιο του (αυτοπροσδιοριζόμενου) εργάτη, το δίκιο του εκπαιδευτικού, του αγρότη, του δημόσιου υπάλληλου, του οπαδού του Ολυμπιακού κ.ο.κ.
Γενικότερα, για κάθε παρασιτικό «ομαδι­σμό», συνδικαλιστικού ή άλλου τύπου, το «διεκδικού­μενο» δεν είναι δυνατόν να μη ταυτίζεται με το «δίκιο» και αυτονόητα δεν μπορεί παρά να είναι και «νόμιμο».
Η εν λόγω «νομιμότητα του δίκιου» κάθε ομάδας βρίσκεται υπεράνω κοινής νομοθεσίας, αλλά και υπεράνω Συντάγματος.
Έτσι, η συνταγματική ελευθερία της ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελεύθερης μετακίνησης είναι «ψιλά γράμματα» μπροστά στα παραπάνω επί μέρους «δίκια», που επιτάσσουν το εκβιαστικό κλείσιμο των αστικών και εθνικών δρόμων, των λιμανιών, των εισόδων των πανεπιστημίων, των επιχειρήσεων κ.ο.κ.
Για τον ίδιο λόγο, δεν έχει καμία αξία για τους κατοί­κους της Ιερισσού της Χαλκιδικής κάποια πλειάδα απο­φάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που απέρρι­ψαν τις προσφυγές τους.
Η «νομιμότητα» της διεκδίκη­σής τους βρίσκεται πάνω και πέραν του νόμου και των δικαστηρίων. 
Τι κάνουμε λοιπόν με τη διεκδίκηση; Εξαρτάται πώς την προσεγγίζουμε. Διεκδίκηση με αρχές ή όχι;
Ας θέσουμε λοιπόν κάποιες αρχές:
α) Η διεκδίκηση δεν μπορεί να υποκαθιστά το νόμο.
Ακόμη και όταν μια διεκδίκηση επιδιώκει την αλλαγή ενός λανθασμένου ή άδικου κατά τη γνώμη μας νόμου, πρέπει να εκδηλώνεται μέσα στα όρια του υφιστάμενου νόμου. Αυτό σημαίνει ότι τα όρια της άσκησης του δικαιώματος της διεκδίκησης καθορίζεται από τους νόμους και σέβομαι τόσο τη θετική όσο και την αρνητική δικαστική απόφαση.
β) Η διεκδίκηση θα πρέπει να εκφράζεται με τρόπο που να μην οδηγεί στον εξαναγκασμό τρίτων. Η διεκδίκηση δεν μπορεί να παίρνει τη μορφή του κοινού εκβιασμού της κοινωνίας και να οδηγεί στην αναίρεση των δικαιωμάτων άλλων πολιτών. Η διεκδίκηση δεν μπορεί να παραμερίζει την ηθική και να καθίσταται ωμός εκβιασμός της κοινωνίας. Δεν είναι ανήθικη και χυδαία η ρήση του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, μετά το φιάσκο του πρόσφατου διεκδικητικού οίστρου της ΟΛΜΕ, διεμήνυσε ότι «την επό­μενη φορά δεν θα έχουν απέναντί τους συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά εμάς και τότε η απεργία θα είναι πολιτική και διαρκής»;
γ) Το δικαίωμα της διεκδίκησης μπορεί να ασκείται θεμιτά μόνο από όποιον έχει ταυτόχρονα συνείδηση των υποχρεώσεών του. Προσφέρω και διεκδικώ. Αυτό το έχουμε ξεχάσει. Ιδίως όταν διεκδικούμε ακατάπαυστα από το κράτος. Πρέπει να μάθουμε να διεκδικούμε όχι την επαναφορά του κακού παρελθόντος μας, αλλά το ελπιδοφόρο μέλλον μας και κυρίως να το διεκδικούμε συμμετέχοντας εμείς οι ίδιοι στη δημιουργία του. Με άλλα λόγια πρέπει όχι μόνο να «διεκδικούμε», αλλά και να «οικονομούμε».
Τότε μόνο η «διεκδίκηση» θα αποκτήσει ηθική υπόσταση.

ΕΡΤ: Κλειστόν λόγω ….

Ποιος ξετρελαινόταν με την κρατική τηλεόραση των ακατάπαυστων Ε (παναλήψεων), των αλλεπάλληλων πρωϊνάδικων, της φουστανέλας και των τσαρουχιών της "Κυριακής στο Χωριό", αυτών που έπιναν και έτρωγαν "Στην Υγειά μας" (στην υγεία δηλαδή των κορόιδων), της βλακώδους "Τόλμης και Γοητείας" που για χιλιοστή φορά μας σέρβιρε η ΕΡΤ 3 και των αθλιοτήτων που παίζονταν γύρω από το πανηγύρι της EUROVISION;
***
 
Ότι στο «βασίλειο» της ΕΡΤ εδώ και δεκαετίες κάτι δεν πήγαινε καλά το ξέραμε όλοι. Το ήξεραν πρωτίστως σύμπαντες οι πολιτικοί προϊστάμενοι που παρέλασαν υπό διάφορες κυβερνήσεις, το ήξεραν (από χέρι) και οι δημοσιογράφοι, το ξέραμε ασφαλώς και εμείς οι πολίτες που εξαναγκαζόμαστε να χρηματοδοτούμε ακατάπαυστα με το πάγιο ανταποδοτικό τέλος το άντρο της διαφθοράς, της σπατάλης και της απόλυτης αυθαιρεσίας.
Παλιά ιστορία. Ήδη από τη δεκαετία του 80, η ΕΡΤ μαζί με την Ολυμπιακή αποτέλεσαν λαμπρά πεδία άσκησης μεγαλειώδους «μαυρογιαλουρισμού» (κάποια στιγμή το προσωπικό της ΕΡΤ είχε φθάσει τις 4.000). Με την Ολυμπιακή, αφού την χρυσοπληρώσαμε επί δεκαετίες, αφού κατέστη αδύνατον λόγω συνδικαλιστικών αντιστάσεων να εξυγιανθεί εν λειτουργία, επί τέλους πουλήθηκε και η οικονομική αιμορραγία σταμάτησε.
Με την ΕΡΤ τα πράγματα είναι προφανώς διαφορετικά, αφού δεν ήταν δυνατόν (ούτε πρέπει) να πουληθεί. Η ΕΡΤ είτε θα έκλεινε για να ανοίξει μια καινούρια πραγματικά δημόσια και όχι κομματική τηλεόραση χωρίς τις στρεβλώσεις της παλαιάς, είτε θα εξυγιαινόταν εν λειτουργία. Η κυβέρνηση προχώρησε στην πρώτη επιλογή και είναι απορίας άξιον γιατί δεν επέλεξε την προφανώς πολιτικώς ορθότερη λύση της εξυγίανσης εν λειτουργία.
Με απλά λόγια, αναρωτιέμαι γιατί ο κ. Σαμαράς δεν προτίμησε να πάρουν πάνω τους την αμαρτία της «μαύρης οθόνης» οι σκληροπυρηνικοί συνδικαλιστές της ΠΡΟΣΠΕΡΤ και της ΕΣΗΕΑ, οι οποίοι είναι σίγουρο ότι με το που θα ανακοίνωνε η κυβέρνηση την πρόθεσή της να εξυγιανθεί η ΕΡΤ, ακριβώς στο δευτερόλεπτο επάνω, θα μαύριζαν από μόνοι τους τις οθόνες της ΕΡΤ με το γνωστό λογότυπο της ΠΡΟΣΠΕΡΤ περί απεργίας. Εξάλλου, αυτό το λογότυπο ήταν ιδιαίτερα οικείο για εμάς τους πολίτες που χρηματοδοτούμε την ΕΡΤ, αφού κάθε τόσο το «τρώγαμε στη μούρη» για εντελώς ασήμαντους λόγους κατά τις αλλεπάλληλους απεργιακούς εκβιασμούς της ΠΡΟΣΠΕΡΤ, η οποία με επίταση προσπαθούσε να μην ξεχνάμε ότι η ΕΡΤ δεν ήταν «δημόσια» τηλεόραση αλλά μαγαζί πέντε αστέρων συνδικαλιστικής και κομματικής αθλιότητας.
Το έργο αυτό το είχαμε ξαναδεί κατά τη διαδρομή του δεύτερου μισού του 2011, όταν είχε εμφανιστεί το σχέδιο Μόσιαλου για την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ. Απλώς, η τότε κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν και απέσυρε τα σχέδια για αναδιάρθρωση, γιατί δεν είχε την τόλμη ή την πραγματική βούληση να προχωρήσει μέχρι τέλους το εγχείρημα της δημιουργίας μιας πραγματικής ανεξάρτητης «δημόσιας τηλεόρασης».
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έκτοτε μας έλειψε το «κλειστή λόγω απεργίας» στις οθόνες της ΕΡΤ. Κάθε τόσο, υπό διάφορα προσχήματα, το απεργιακό λογότυπο της ΠΡΟΣΠΕΡΤ ήταν η πλέον συνηθισμένη «εκπομπή» των καναλιών της ΕΡΤ. Είχαμε πλέον εθιστεί και, με την ευγενή φροντίδα της ΠΡΟΣΠΕΡΤ, είχαμε σχηματίσει την πεποίθηση ότι στο κάτω-κάτω της γραφής η ΕΡΤ δεν είναι παρά ένας μεγάλος «μπελάς».
 

Friday, May 10, 2013

Αιώνια δωρεάν παιδεία



Το Σύνταγμα ορίζει ότι «όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια». Το δικαίωμα αυτό, όπως και άλλα δικαιώματα, έχει σοβαρά παρεξηγηθεί στη χώρα μας και χρησιμοποιείται για να καλύψει ανάγκες που μόνο την παιδεία δεν εξυπηρετούν.

Στην Ελλάδα υπάρχει η «πολυτέλεια» να αναγνωρίζεται με ρητή συνταγματική διάταξη το δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυτό συμβαίνει μόνο στη Γαλλία. Στις περισσότερες χώρες η συνταγματική αναγνώριση της δωρεάν παιδείας περιορίζεται μόνο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Ισπανία, Ελβετία, Πορτογαλία, Σουηδία) ή στη λεγόμενη υποχρεωτική εκπαίδευση (Βέλγιο, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία), ενώ κάποια Συντάγματα, πολύ πλουσιότερων από την Ελλάδα χωρών, δεν κάνουν την παραμικρή μνεία στην δωρεάν εκπαίδευση (Γερμανία, Νορβηγία).   


Έχουν γνώση της προνομιακής αυτής θέσης τους οι Έλληνες μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές; Φροντίζει κάποιος να μάθει το παιδάκι του δημοτικού ότι η παροχή αυτή έχει έναν συγκεκριμένο δωρητή, την ελληνική Πολιτεία; Φροντίζει κάποιος να συνειδητοποιήσουν οι νέοι της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ότι το δικαίωμά τους να μορφώνονται είναι γι’ αυτούς δωρεάν αλλά δεν είναι «τζάμπα»; Ότι απολαμβάνουν της δωρεάν εκπαίδευσης γιατί κάποιοι πολίτες, μεταξύ των οποίων και οι γονείς τους, φορολογούνται αδρά; Εν τέλει, τους έχει δώσει κανείς να καταλάβουν ότι κάθε δωρεοδόχος πρέπει να σέβεται και να εκτιμά το δωρητή του;

Εάν κάποιος είχε φροντίσει να αποκτήσει η μαθητιώσα, που στη συνέχεια γίνεται φοιτητιώσα, νεολαία τη συνείδηση ότι το «δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία», όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, πρέπει να ασκείται για το σκοπό και μόνο για τον οποίο παραχωρείται, τότε θα ήταν ακατανόητες οι καταλήψεις και οι καταστροφές στα σχολεία. 

Εάν  κάποιος φρόντιζε να μαθαίνουν έγκαιρα οι νέοι μας ότι το «δικαίωμα στην μόρφωση» δημιουργεί και σοβαρές υποχρεώσεις, τότε οι φοιτητές μας πράγματι θα «φοιτούσαν» στα Πανεπιστήμια και δεν θα τα χρησιμοποιούσαν ως «στέκια» για αλλότριες δραστηριότητες. Θα γνώριζαν επίσης ότι ένα δικαίωμα ασκείται αλλά δεν «σπαταλιέται». Εάν υπήρχε η συνείδηση αυτή δεν θα είχαμε «κατακτήσει» άλλο ένα παγκόσμιο αρνητικό επίτευγμα, δηλαδή οι μισοί φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων (178.826) να είναι «αιώνιοι».

Πόσο άραγε θα κρατήσει αυτή η «αιώνια» απάθειά μας; 

Μέχρι πότε θα βοηθάμε τους νέους να σπαταλούν ασύδοτα το ιερό δικαίωμα στην παιδεία;


Η αλλοίωση του σκοπού της απεργίας

Σύντομη ιστορική αφήγηση κατά της «επιδημίας του αυτονόητου», κατά της ανιστορικής πρόσληψης των «δικαιωμάτων» και με την ελπίδα κάποιοι να καταλάβουν ότι η προσφυγή στην απεργία δεν μπορεί να αποβλέπει στη εκδίκηση της σύμπασας κοινωνίας από όποια μερίδα πολιτών είναι ή θεωρεί ότι είναι αδικημένη.

Μια απεργία δεν μπορεί, πρωτίστως, παρά να αφορά στη σχέση εργαζομένων και εργοδότη. Με αυτή τη διάσταση αναγνωρίστηκε το απεργιακό δικαίωμα πριν εκατό περίπου χρόνια, δηλαδή με σκοπό να πιέζεται ο εργοδότης να ενδίδει στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Στις δημόσιες υπηρεσίες όχι μόνο δεν επιτρεπόταν η απεργία, αλλά εθεωρείτο και ποινικό αδίκημα. Θα θυμίσουμε επίσης ότι παλαιότερα οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας παρέχονταν μόνο από το Κράτος ή από φορείς καθαρά δημοσίου χαρακτήρα, άρα ζήτημα απεργίας δεν ετίθετο. 

Σταδιακά οι υπηρεσίες αυτές πέρασαν στο μεγαλύτερό τους μέρος στον ιδιωτικό τομέα, όπου η απεργία ήταν επιτρεπτή, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε το απεργιακό δικαίωμα και στη δημόσια διοίκηση. Έτσι, βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε ένα τοπίο, όπου η απεργία επιτρέπεται πλέον παντού.

Ωστόσο, μολονότι σήμερα επιτρέπεται παντού η απεργία, στην πράξη οι απεργίες στον καθαρά ιδιωτικό (μη κοινωφελή) τομέα είναι ελάχιστες και ασήμαντης σημασίας. Στις μέρες μας, όταν λέμε «απεργία» δεν εννοούμε παρά μόνο το κλείσιμο επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή δημοσίων υπηρεσιών. Έτσι, ο αρχικός χαρακτήρας της απεργίας, ως μιας υπόθεσης που εξελισσόταν μεταξύ απεργών και ιδιώτη εργοδότη και ελάχιστα αφορούσε την κοινωνία, έχει τελείως μετατραπεί σε μια υπόθεση βασανισμού του ελληνικού λαού από τις αλλεπάλληλες απεργίες που κηρύσσονται σε δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια ολοκληρωτική αλλοίωση του σκοπού της απεργίας.

Όταν το ελληνικό Σύνταγμα του 1975 για πρώτη φορά αναγνώρισε ρητώς το δικαίωμα της απεργίας, είχε πλήρη συνείδηση ότι οι απεργίες που γίνονται στις δημόσιες υπηρεσίες και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, η ζημία που προκαλείται, εξ αντικειμένου, δεν αφορά κυρίως στον εργοδότη, αλλά πρωτίστως το κοινωνικό σύνολο. Για το λόγο αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης, πολύ σωστά, επισήμανε ότι στους χώρους αυτούς το δικαίωμα της απεργίας πρέπει να υποβάλλεται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και έτσι κάλεσε τον κοινό νομοθέτη να διαχειριστεί το ζήτημα αυτό λαμβάνοντας υπόψη την αναγκαιότητα εξυπηρέτησης των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.

Ωστόσο, ο νόμος περί απεργιών που εκδόθηκε μόλις ανέβηκε «ο λαός στην εξουσία» (Ν. 1264/1982) διαμόρφωσε τις ρυθμίσεις του με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να ακυρώνει την αποτελεσματικότητα της άλλης. Έτσι, ασήμαντες συνδικαλιστικές μειοψηφίες κάνουν αλλεπάλληλες απεργιακές επιθέσεις κατά της κοινωνίας, εκβιάζοντας με τον τρόπο αυτό το Κράτος να υποκύπτει στις κάθε είδους παράλογες απαιτήσεις τους.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ένα σοβαρό κράτος όταν πλέον καθημερινά το κοινωνικό σύνολο εισπράττει αλλεπάλληλα απεργιακά χαστούκια; Να προχωρεί σπασμωδικά στη χρήση ενός αμφισβητούμενου νομικά και πολιτικά μέσου που λέγεται «επίταξη προσωπικών υπηρεσιών» ή να εξετάσει ποιοι είναι οι λόγοι που οι απεργίες διαλύουν τον κοινωνικό ιστό; 

Πόσο δύσκολο είναι να τροποποιηθεί η περί απεργιών νομοθεσία και να τεθούν προστατευτικές της κοινωνίας δικλείδες όσον αφορά τις απεργιακές κινητοποιήσεις στο δημόσιο τομέα;

Τα σύμβολα και η ουσία


Βροχή οι ανακοινώσεις καταδίκης του νεαρού ποδοσφαιριστή Κατίδη από τα ελληνικά κόμματα για τη «ναζιστική του συμπεριφορά» (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), ενέργεια την οποία «οι φίλοι της ΑΕΚ πρέπει να απομονώσουν» (ΚΚΕ), έτσι ώστε «το δηλητήριο του ναζισμού να μην μολύνει το ελληνικό ποδόσφαιρο» (ΔΗΜΑΡ)

Τι είναι πιο σοβαρό; Να μην γνωρίζει ένας ενήλικος νέος ότι το δεξί χέρι υψωμένο λίγο πάνω από τον ώμο και με την παλάμη τεντωμένη αποτελεί ναζιστικό χαιρετισμό ή να γνωρίζει ότι η κίνηση αυτή εκφράζει τη ναζιστική ιδεολογία;

Μάλλον δεν έχει σημασία να ταξινομεί κανείς το σύμβολο και την ιδεολογία που εκφράζει με κάποια αξιολογική σειρά. Το ένα εμπεριέχει το άλλο. Το σύμβολο είναι ιδεολογία και η ιδεολογία σύμβολο. Το προτεταμένο χέρι με παλάμη τεντωμένη ή με σφιγμένη γροθιά αποτελεί έτσι κι αλλιώς σύμβολο βίας, είτε ναζιστικής, είτε κομμουνιστικής, είτε οποιασδήποτε άλλης ιδεολογικής παραλλαγής. Η βία υπάρχει, το κενό συμπληρώνεται με κάποια ιδεολογία. 

Ο ναζιστής χασάπης Μπρέιβικ (Anders Behring Breivik) που σκότωσε 77 νέους στη Νορβηγία, μπροστά στο δικαστήριο του Όσλο που τον δίκαζε μπέρδεψε (;) τους χαιρετισμούς και σήκωσε το χέρι του με προτεταμένη γροθιά. Το πρόβλημα δεν είναι εάν παλάμη θα είναι ανοικτή ή σε γροθιά. Το πρόβλημα είναι η ίδια η βία και το μίσος που συμβολίζουν οι χαιρετισμοί αυτοί.

Όταν λοιπόν όλα τα ελληνικά κόμματα, το ένα μετά το άλλο, μετά την πρόσφατη χειρονομία του νεαρού Κατίδη έσπευσαν να «καταδικάσουν» ένα σύμβολο, ας θυμηθούν ότι το 2009 κανένα από αυτά δεν υπέγραψε το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «σχετικά με την  ευρωπαϊκή συνείδηση και τον ολοκληρωτισμό». Γιατί;

Μα ακριβώς επειδή ούτε ένα ελληνικό κόμμα δεν μπόρεσε να αντέξει την βασική παραδοχή του ψηφίσματος ότι «κανένας πολιτικός φορέας και κανένα πολιτικό κόμμα δεν έχουν το μονοπώλιο στην ερμηνεία της ιστορίας». Είναι προφανές ότι τα περισσότερα ελληνικά κόμματα δεν διανοούνται να δεχθούν ότι «κατά τον 20ό αιώνα στην Ευρώπη εκατομμύρια άνθρωποι υπήρξαν θύματα εξορίας, φυλάκισης, βασανισμού και φόνου από ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα». Ειδικότερα, κάποια αριστερά ελληνικά κόμματα αρνούνται να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι όπως τα κράτη της δυτικής Ευρώπης είχαν τη ναζιστική ιστορική εμπειρία, έτσι και «τα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης είχαν την εμπειρία του κομμουνισμού και ότι θα πρέπει να προωθηθεί η κατανόηση για το διπλό παρελθόν δικτατορίας στις χώρες αυτές». Αυτές τις παραδοχές περιείχε το Ψήφισμα του 2009 και τα ελληνικά κόμματα που εκπροσωπούνταν στο Ευρωκοινοβούλιο δεν βρήκαν στις πολιτικές ατζέντες τους αντίστοιχες θέσεις.

Είναι λοιπόν εντυπωσιακό και συνάμα αποκαλυπτικό της υποκριτικής συμπεριφοράς των ελληνικών κομμάτων, που σήμερα δείχνουν να εκπλήσσονται και προσποιούνται ότι «ανατριχιάζουν» για το ναζιστικό χαιρετισμό κάποιου ασήμαντου νεαρού Κατίδη, όταν δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το φτωχό εαυτό τους και να συνενώσουν τη φωνή τους με τα λοιπά ευρωπαϊκά κόμματα «εκφράζοντας το σεβασμό τους προς όλα τα θύματα ολοκληρωτικών και αντιδημοκρατικών καθεστώτων στην Ευρώπη και να τιμήσουν εκείνους που αγωνίστηκαν κατά της τυραννίας και της καταπίεσης».

Τώρα εκπλησσόμαστε που σιγά-σιγά το αυγό του φιδιού αρχίζει να ραγίζει και τρέχουμε να του βάλουμε τσιρότα…