Friday, August 16, 2013

Τα όρια της διεκδίκησης


Ελλάδα : Μια κοινωνία εθισμένη στη συνεχή διεκδί­κηση

“Let’s be realistic, demand the impossible!” (το έγραψε ο Ernesto "Che" Guevara στο ημερολόγιό του μαζί με κάποιες άλλες επαναστατικές κενοσοφίες, κάπου στη Βολιβία). Το slogan αυτό, μπορεί να βρήκε μια πρόσκαιρη θέση στα αμφιθέατρα της Σορβόννης το Μάη του 68, αλλά ούτε ο ίδιος ο Che θα ονειρευόταν ότι η φράση του αυτή θα κατάφερνε να γίνει για δεκαετίες το απόλυτο πρότυπο διαμόρφωσης της δημόσιας (συχνά και της ιδιωτικής) συμπεριφο­ράς των νεοελλήνων.
Είμαστε η χώρα της συνεχούς και κάθε είδους διεκδί­κησης:
Οι μαθητές (και περισσότερο οι γονείς τους) διεκδικούν την χωρίς όριο και με οποιαδήποτε βαθμολογία είσοδό τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση … Όταν αυτοί οι μαθητές γίνουν φοιτητές, διεκδικούν όχι μόνο δω­ρεάν σίτιση για όλους, αλλά απαιτούν και προ­βιβάσι­μους βαθμούς για όλους.
Από δίπλα, οι τοπικές «κοινωνίες» (διάβαζε τοπικά συμφέροντα), όταν κανείς επιχειρηματίας δεν φιλοτιμείται να ανοίξει στα μέρη τους ένα καζίνο, διεκδικούν την ίδρυση τουλάχιστον μιας πανεπιστημιακής σχολής. Όχι βέβαια γιατί τους ενδιαφέρει η αναβάθ­μιση του τόπου τους, αλλά για να φυτέψουν γύρω από το πανεπιστήμιο κα­φετέριες και άλλα παρόμοια καλλωπιστικά της εκπαί­δευσης φυτά … Στη συνέχεια, οι αφειδώς αποφοιτούντες από τις εν λόγω σχολές, διεκδικούν μια θέση στο δημόσιο και επειδή σήμερα πλέον δεν είναι εύκολο να ικανοποιηθούν θεω­ρούν ότι «εξαπατήθηκαν» από το «σύστημα» …
Έτσι, στην αλληλουχία αυτών των διεκδικήσεων, ο προ ολί­γων ημερών υπ’ αριθμόν μητρώου 35.000 + εγγεγραμμέ­νος στο Δικη­γορικό Σύλλογο Αθηνών, απόφοιτος μιας από τις τρεις Νομικές Σχολές, εκπλήσσεται πώς είναι δυνατόν να μην τον περιμένει μια καλοπληρωμένη απασχόληση. Πάλι το σύστημα τον έχει εξαπατήσει. Δεν είχε ακούσει ο φωτός τίποτε για τον υπερπληθωρισμό των δικηγόρων !!!
Τι είναι λοιπόν το πιο απλό γι’ αυτόν; Προφανώς να συμπαραταχθεί με τον επαναστατικό στρατό του Συλλόγου του, που και αυτός διεκδικεί για τα μέλη του άπλετη «δικηγορική ύλη» και διατήρηση των «δικηγορικών ταριφών». Όλοι μαζί, χέρι-χέρι με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, της ΓΕΣΕΒΕ (και ολίγο από ΣΕΒ) κηρύσσουν τον πό­λεμο κατά των κάθε είδους εχθρών (Μνημόνια, Μέρκελ και εγχώριων εξομωτών), που τους περιήγαγαν σε τέτοια δεινή θέση. Με τον τρόπο αυτό, ο πτυχιούχος νομικής αντιλαμβάνεται ότι διεκδικεί με τον ορθό τρόπο ένα λαμπρό επαγγελματικό και επιστημονικό μέλλον !!!
Μέσα στο γενικό αυτό διεκδικητικό οίστρο, οι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης διεκδικώντας το δικαίωμα της πλήρους «αταραξίας» στο πεδίο της εκπαίδευσης κηρύσσουν απεργία κατά την περίοδο των εξετάσεων, ενώ ένας «συγγενής» τους κλάδος, αυτός των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας κηρύσσει  αμέσως απεργία συμπαραστε­κόμενος στην απεργία των καθηγητών. Κάτι όμως δεν πήγε καλά: οι καθηγητές την ώρα που πραγματοποιείται η απεργία συμπαράστασης των ελεγκτών έχουν ήδη αναστεί­λει την απεργία τους … 
Σε ένα άλλο πεδίο, οι τρίτεκνοι διεκδικούν τα προνόμια των πολυτέκνων, οι δίτεκνοι διεκδικούν ό,τι πέτυχαν οι τρί­τεκνοι και πάει λέγον­τας ….
Στην ελληνική κοινωνία επικρατεί η αντίληψη ότι κάθε διεκδίκηση είναι «αυτονόητη». Μάλιστα, όχι μόνο είναι «αυτονό­ητη», αλλά ήδη με την εκφορά της, με τη διατύπωσή της, το διεκδικούμενο αντικείμενο αποτελεί και «κεκτημένο δικαίωμα».
Το αντικείμενο κάθε δι­εκδίκησης, κοινωνικής, οικονο­μικής, εργατικής, επαγγελματικής, ακόμη και εθνικής, σχηματοποιείται στη συνεί­δηση του νεοέλληνα ως ένα «κεκτημένο δικαίωμα» που κάποιοι δολοπλόκοι του το στερούν. Ο ελληνικό λαός ζει με το σύνδρομο των «αποστερημένων δικαιωμάτων».
Ιδού λοιπόν η κατασκευή: Το σύνδρομο του «διεκδικητι­σμού», έχει ως αιτιολογική βάση το σύνδρομο του «κεκτημένου δικαιώματος» και τούμπαλιν.
Κατά το ομαδικό θυμικό, η δι­εκδί­κηση καθ’ εαυτήν εμπεριέχει και τον τίτλο ιδιο­κτησίας του διεκδικούμενου πράγματος. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχουν αιτήματα, υπάρχουν «κεκτημένα δικαιώματα».
Η κάθε είδους «κλειστή ομάδα» ή «συν­τεχνία» (συνδικαλιστική ή άλλη) πείθει τους εγκλωβι­σμένους σ’ αυτήν (μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενους, επαγγελματίες και κάθε είδους «οπαδούς») ότι όλα τους ανήκουν, αρκεί να τα συμπεριλάβουν στο menu των διεκδικήσεών τους.
Εδώ συμμετέχει και η τρέχουσα αντίληψη (σύγχυση) για την έννοια της «νομιμότητας». Στη χώρα μας υπάρχουν τόσοι «νόμοι» όσα και τα «δίκια». Και υπάρχουν τόσα «δίκια» όσες και κοινωνικές, επαγγελματικές, ακόμα και αθλητικές ομάδες: Κάθε ομάδα έχει και τα «δίκια» της. Κάθε «δίκιο» έχει και έναν αντίστοιχο «ιδιόκτητο» νόμο». Για το λόγο αυτό, νόμος είναι το δίκιο του (αυτοπροσδιοριζόμενου) εργάτη, το δίκιο του εκπαιδευτικού, του αγρότη, του δημόσιου υπάλληλου, του οπαδού του Ολυμπιακού κ.ο.κ.
Γενικότερα, για κάθε παρασιτικό «ομαδι­σμό», συνδικαλιστικού ή άλλου τύπου, το «διεκδικού­μενο» δεν είναι δυνατόν να μη ταυτίζεται με το «δίκιο» και αυτονόητα δεν μπορεί παρά να είναι και «νόμιμο».
Η εν λόγω «νομιμότητα του δίκιου» κάθε ομάδας βρίσκεται υπεράνω κοινής νομοθεσίας, αλλά και υπεράνω Συντάγματος.
Έτσι, η συνταγματική ελευθερία της ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελεύθερης μετακίνησης είναι «ψιλά γράμματα» μπροστά στα παραπάνω επί μέρους «δίκια», που επιτάσσουν το εκβιαστικό κλείσιμο των αστικών και εθνικών δρόμων, των λιμανιών, των εισόδων των πανεπιστημίων, των επιχειρήσεων κ.ο.κ.
Για τον ίδιο λόγο, δεν έχει καμία αξία για τους κατοί­κους της Ιερισσού της Χαλκιδικής κάποια πλειάδα απο­φάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που απέρρι­ψαν τις προσφυγές τους.
Η «νομιμότητα» της διεκδίκη­σής τους βρίσκεται πάνω και πέραν του νόμου και των δικαστηρίων. 
Τι κάνουμε λοιπόν με τη διεκδίκηση; Εξαρτάται πώς την προσεγγίζουμε. Διεκδίκηση με αρχές ή όχι;
Ας θέσουμε λοιπόν κάποιες αρχές:
α) Η διεκδίκηση δεν μπορεί να υποκαθιστά το νόμο.
Ακόμη και όταν μια διεκδίκηση επιδιώκει την αλλαγή ενός λανθασμένου ή άδικου κατά τη γνώμη μας νόμου, πρέπει να εκδηλώνεται μέσα στα όρια του υφιστάμενου νόμου. Αυτό σημαίνει ότι τα όρια της άσκησης του δικαιώματος της διεκδίκησης καθορίζεται από τους νόμους και σέβομαι τόσο τη θετική όσο και την αρνητική δικαστική απόφαση.
β) Η διεκδίκηση θα πρέπει να εκφράζεται με τρόπο που να μην οδηγεί στον εξαναγκασμό τρίτων. Η διεκδίκηση δεν μπορεί να παίρνει τη μορφή του κοινού εκβιασμού της κοινωνίας και να οδηγεί στην αναίρεση των δικαιωμάτων άλλων πολιτών. Η διεκδίκηση δεν μπορεί να παραμερίζει την ηθική και να καθίσταται ωμός εκβιασμός της κοινωνίας. Δεν είναι ανήθικη και χυδαία η ρήση του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, μετά το φιάσκο του πρόσφατου διεκδικητικού οίστρου της ΟΛΜΕ, διεμήνυσε ότι «την επό­μενη φορά δεν θα έχουν απέναντί τους συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά εμάς και τότε η απεργία θα είναι πολιτική και διαρκής»;
γ) Το δικαίωμα της διεκδίκησης μπορεί να ασκείται θεμιτά μόνο από όποιον έχει ταυτόχρονα συνείδηση των υποχρεώσεών του. Προσφέρω και διεκδικώ. Αυτό το έχουμε ξεχάσει. Ιδίως όταν διεκδικούμε ακατάπαυστα από το κράτος. Πρέπει να μάθουμε να διεκδικούμε όχι την επαναφορά του κακού παρελθόντος μας, αλλά το ελπιδοφόρο μέλλον μας και κυρίως να το διεκδικούμε συμμετέχοντας εμείς οι ίδιοι στη δημιουργία του. Με άλλα λόγια πρέπει όχι μόνο να «διεκδικούμε», αλλά και να «οικονομούμε».
Τότε μόνο η «διεκδίκηση» θα αποκτήσει ηθική υπόσταση.

ΕΡΤ: Κλειστόν λόγω ….

Ποιος ξετρελαινόταν με την κρατική τηλεόραση των ακατάπαυστων Ε (παναλήψεων), των αλλεπάλληλων πρωϊνάδικων, της φουστανέλας και των τσαρουχιών της "Κυριακής στο Χωριό", αυτών που έπιναν και έτρωγαν "Στην Υγειά μας" (στην υγεία δηλαδή των κορόιδων), της βλακώδους "Τόλμης και Γοητείας" που για χιλιοστή φορά μας σέρβιρε η ΕΡΤ 3 και των αθλιοτήτων που παίζονταν γύρω από το πανηγύρι της EUROVISION;
***
 
Ότι στο «βασίλειο» της ΕΡΤ εδώ και δεκαετίες κάτι δεν πήγαινε καλά το ξέραμε όλοι. Το ήξεραν πρωτίστως σύμπαντες οι πολιτικοί προϊστάμενοι που παρέλασαν υπό διάφορες κυβερνήσεις, το ήξεραν (από χέρι) και οι δημοσιογράφοι, το ξέραμε ασφαλώς και εμείς οι πολίτες που εξαναγκαζόμαστε να χρηματοδοτούμε ακατάπαυστα με το πάγιο ανταποδοτικό τέλος το άντρο της διαφθοράς, της σπατάλης και της απόλυτης αυθαιρεσίας.
Παλιά ιστορία. Ήδη από τη δεκαετία του 80, η ΕΡΤ μαζί με την Ολυμπιακή αποτέλεσαν λαμπρά πεδία άσκησης μεγαλειώδους «μαυρογιαλουρισμού» (κάποια στιγμή το προσωπικό της ΕΡΤ είχε φθάσει τις 4.000). Με την Ολυμπιακή, αφού την χρυσοπληρώσαμε επί δεκαετίες, αφού κατέστη αδύνατον λόγω συνδικαλιστικών αντιστάσεων να εξυγιανθεί εν λειτουργία, επί τέλους πουλήθηκε και η οικονομική αιμορραγία σταμάτησε.
Με την ΕΡΤ τα πράγματα είναι προφανώς διαφορετικά, αφού δεν ήταν δυνατόν (ούτε πρέπει) να πουληθεί. Η ΕΡΤ είτε θα έκλεινε για να ανοίξει μια καινούρια πραγματικά δημόσια και όχι κομματική τηλεόραση χωρίς τις στρεβλώσεις της παλαιάς, είτε θα εξυγιαινόταν εν λειτουργία. Η κυβέρνηση προχώρησε στην πρώτη επιλογή και είναι απορίας άξιον γιατί δεν επέλεξε την προφανώς πολιτικώς ορθότερη λύση της εξυγίανσης εν λειτουργία.
Με απλά λόγια, αναρωτιέμαι γιατί ο κ. Σαμαράς δεν προτίμησε να πάρουν πάνω τους την αμαρτία της «μαύρης οθόνης» οι σκληροπυρηνικοί συνδικαλιστές της ΠΡΟΣΠΕΡΤ και της ΕΣΗΕΑ, οι οποίοι είναι σίγουρο ότι με το που θα ανακοίνωνε η κυβέρνηση την πρόθεσή της να εξυγιανθεί η ΕΡΤ, ακριβώς στο δευτερόλεπτο επάνω, θα μαύριζαν από μόνοι τους τις οθόνες της ΕΡΤ με το γνωστό λογότυπο της ΠΡΟΣΠΕΡΤ περί απεργίας. Εξάλλου, αυτό το λογότυπο ήταν ιδιαίτερα οικείο για εμάς τους πολίτες που χρηματοδοτούμε την ΕΡΤ, αφού κάθε τόσο το «τρώγαμε στη μούρη» για εντελώς ασήμαντους λόγους κατά τις αλλεπάλληλους απεργιακούς εκβιασμούς της ΠΡΟΣΠΕΡΤ, η οποία με επίταση προσπαθούσε να μην ξεχνάμε ότι η ΕΡΤ δεν ήταν «δημόσια» τηλεόραση αλλά μαγαζί πέντε αστέρων συνδικαλιστικής και κομματικής αθλιότητας.
Το έργο αυτό το είχαμε ξαναδεί κατά τη διαδρομή του δεύτερου μισού του 2011, όταν είχε εμφανιστεί το σχέδιο Μόσιαλου για την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ. Απλώς, η τότε κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν και απέσυρε τα σχέδια για αναδιάρθρωση, γιατί δεν είχε την τόλμη ή την πραγματική βούληση να προχωρήσει μέχρι τέλους το εγχείρημα της δημιουργίας μιας πραγματικής ανεξάρτητης «δημόσιας τηλεόρασης».
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έκτοτε μας έλειψε το «κλειστή λόγω απεργίας» στις οθόνες της ΕΡΤ. Κάθε τόσο, υπό διάφορα προσχήματα, το απεργιακό λογότυπο της ΠΡΟΣΠΕΡΤ ήταν η πλέον συνηθισμένη «εκπομπή» των καναλιών της ΕΡΤ. Είχαμε πλέον εθιστεί και, με την ευγενή φροντίδα της ΠΡΟΣΠΕΡΤ, είχαμε σχηματίσει την πεποίθηση ότι στο κάτω-κάτω της γραφής η ΕΡΤ δεν είναι παρά ένας μεγάλος «μπελάς».