Friday, May 10, 2013

Αιώνια δωρεάν παιδεία



Το Σύνταγμα ορίζει ότι «όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια». Το δικαίωμα αυτό, όπως και άλλα δικαιώματα, έχει σοβαρά παρεξηγηθεί στη χώρα μας και χρησιμοποιείται για να καλύψει ανάγκες που μόνο την παιδεία δεν εξυπηρετούν.

Στην Ελλάδα υπάρχει η «πολυτέλεια» να αναγνωρίζεται με ρητή συνταγματική διάταξη το δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυτό συμβαίνει μόνο στη Γαλλία. Στις περισσότερες χώρες η συνταγματική αναγνώριση της δωρεάν παιδείας περιορίζεται μόνο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Ισπανία, Ελβετία, Πορτογαλία, Σουηδία) ή στη λεγόμενη υποχρεωτική εκπαίδευση (Βέλγιο, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία), ενώ κάποια Συντάγματα, πολύ πλουσιότερων από την Ελλάδα χωρών, δεν κάνουν την παραμικρή μνεία στην δωρεάν εκπαίδευση (Γερμανία, Νορβηγία).   


Έχουν γνώση της προνομιακής αυτής θέσης τους οι Έλληνες μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές; Φροντίζει κάποιος να μάθει το παιδάκι του δημοτικού ότι η παροχή αυτή έχει έναν συγκεκριμένο δωρητή, την ελληνική Πολιτεία; Φροντίζει κάποιος να συνειδητοποιήσουν οι νέοι της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ότι το δικαίωμά τους να μορφώνονται είναι γι’ αυτούς δωρεάν αλλά δεν είναι «τζάμπα»; Ότι απολαμβάνουν της δωρεάν εκπαίδευσης γιατί κάποιοι πολίτες, μεταξύ των οποίων και οι γονείς τους, φορολογούνται αδρά; Εν τέλει, τους έχει δώσει κανείς να καταλάβουν ότι κάθε δωρεοδόχος πρέπει να σέβεται και να εκτιμά το δωρητή του;

Εάν κάποιος είχε φροντίσει να αποκτήσει η μαθητιώσα, που στη συνέχεια γίνεται φοιτητιώσα, νεολαία τη συνείδηση ότι το «δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία», όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, πρέπει να ασκείται για το σκοπό και μόνο για τον οποίο παραχωρείται, τότε θα ήταν ακατανόητες οι καταλήψεις και οι καταστροφές στα σχολεία. 

Εάν  κάποιος φρόντιζε να μαθαίνουν έγκαιρα οι νέοι μας ότι το «δικαίωμα στην μόρφωση» δημιουργεί και σοβαρές υποχρεώσεις, τότε οι φοιτητές μας πράγματι θα «φοιτούσαν» στα Πανεπιστήμια και δεν θα τα χρησιμοποιούσαν ως «στέκια» για αλλότριες δραστηριότητες. Θα γνώριζαν επίσης ότι ένα δικαίωμα ασκείται αλλά δεν «σπαταλιέται». Εάν υπήρχε η συνείδηση αυτή δεν θα είχαμε «κατακτήσει» άλλο ένα παγκόσμιο αρνητικό επίτευγμα, δηλαδή οι μισοί φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων (178.826) να είναι «αιώνιοι».

Πόσο άραγε θα κρατήσει αυτή η «αιώνια» απάθειά μας; 

Μέχρι πότε θα βοηθάμε τους νέους να σπαταλούν ασύδοτα το ιερό δικαίωμα στην παιδεία;


Η αλλοίωση του σκοπού της απεργίας

Σύντομη ιστορική αφήγηση κατά της «επιδημίας του αυτονόητου», κατά της ανιστορικής πρόσληψης των «δικαιωμάτων» και με την ελπίδα κάποιοι να καταλάβουν ότι η προσφυγή στην απεργία δεν μπορεί να αποβλέπει στη εκδίκηση της σύμπασας κοινωνίας από όποια μερίδα πολιτών είναι ή θεωρεί ότι είναι αδικημένη.

Μια απεργία δεν μπορεί, πρωτίστως, παρά να αφορά στη σχέση εργαζομένων και εργοδότη. Με αυτή τη διάσταση αναγνωρίστηκε το απεργιακό δικαίωμα πριν εκατό περίπου χρόνια, δηλαδή με σκοπό να πιέζεται ο εργοδότης να ενδίδει στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Στις δημόσιες υπηρεσίες όχι μόνο δεν επιτρεπόταν η απεργία, αλλά εθεωρείτο και ποινικό αδίκημα. Θα θυμίσουμε επίσης ότι παλαιότερα οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας παρέχονταν μόνο από το Κράτος ή από φορείς καθαρά δημοσίου χαρακτήρα, άρα ζήτημα απεργίας δεν ετίθετο. 

Σταδιακά οι υπηρεσίες αυτές πέρασαν στο μεγαλύτερό τους μέρος στον ιδιωτικό τομέα, όπου η απεργία ήταν επιτρεπτή, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε το απεργιακό δικαίωμα και στη δημόσια διοίκηση. Έτσι, βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε ένα τοπίο, όπου η απεργία επιτρέπεται πλέον παντού.

Ωστόσο, μολονότι σήμερα επιτρέπεται παντού η απεργία, στην πράξη οι απεργίες στον καθαρά ιδιωτικό (μη κοινωφελή) τομέα είναι ελάχιστες και ασήμαντης σημασίας. Στις μέρες μας, όταν λέμε «απεργία» δεν εννοούμε παρά μόνο το κλείσιμο επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή δημοσίων υπηρεσιών. Έτσι, ο αρχικός χαρακτήρας της απεργίας, ως μιας υπόθεσης που εξελισσόταν μεταξύ απεργών και ιδιώτη εργοδότη και ελάχιστα αφορούσε την κοινωνία, έχει τελείως μετατραπεί σε μια υπόθεση βασανισμού του ελληνικού λαού από τις αλλεπάλληλες απεργίες που κηρύσσονται σε δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια ολοκληρωτική αλλοίωση του σκοπού της απεργίας.

Όταν το ελληνικό Σύνταγμα του 1975 για πρώτη φορά αναγνώρισε ρητώς το δικαίωμα της απεργίας, είχε πλήρη συνείδηση ότι οι απεργίες που γίνονται στις δημόσιες υπηρεσίες και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, η ζημία που προκαλείται, εξ αντικειμένου, δεν αφορά κυρίως στον εργοδότη, αλλά πρωτίστως το κοινωνικό σύνολο. Για το λόγο αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης, πολύ σωστά, επισήμανε ότι στους χώρους αυτούς το δικαίωμα της απεργίας πρέπει να υποβάλλεται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και έτσι κάλεσε τον κοινό νομοθέτη να διαχειριστεί το ζήτημα αυτό λαμβάνοντας υπόψη την αναγκαιότητα εξυπηρέτησης των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.

Ωστόσο, ο νόμος περί απεργιών που εκδόθηκε μόλις ανέβηκε «ο λαός στην εξουσία» (Ν. 1264/1982) διαμόρφωσε τις ρυθμίσεις του με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να ακυρώνει την αποτελεσματικότητα της άλλης. Έτσι, ασήμαντες συνδικαλιστικές μειοψηφίες κάνουν αλλεπάλληλες απεργιακές επιθέσεις κατά της κοινωνίας, εκβιάζοντας με τον τρόπο αυτό το Κράτος να υποκύπτει στις κάθε είδους παράλογες απαιτήσεις τους.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ένα σοβαρό κράτος όταν πλέον καθημερινά το κοινωνικό σύνολο εισπράττει αλλεπάλληλα απεργιακά χαστούκια; Να προχωρεί σπασμωδικά στη χρήση ενός αμφισβητούμενου νομικά και πολιτικά μέσου που λέγεται «επίταξη προσωπικών υπηρεσιών» ή να εξετάσει ποιοι είναι οι λόγοι που οι απεργίες διαλύουν τον κοινωνικό ιστό; 

Πόσο δύσκολο είναι να τροποποιηθεί η περί απεργιών νομοθεσία και να τεθούν προστατευτικές της κοινωνίας δικλείδες όσον αφορά τις απεργιακές κινητοποιήσεις στο δημόσιο τομέα;

Τα σύμβολα και η ουσία


Βροχή οι ανακοινώσεις καταδίκης του νεαρού ποδοσφαιριστή Κατίδη από τα ελληνικά κόμματα για τη «ναζιστική του συμπεριφορά» (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), ενέργεια την οποία «οι φίλοι της ΑΕΚ πρέπει να απομονώσουν» (ΚΚΕ), έτσι ώστε «το δηλητήριο του ναζισμού να μην μολύνει το ελληνικό ποδόσφαιρο» (ΔΗΜΑΡ)

Τι είναι πιο σοβαρό; Να μην γνωρίζει ένας ενήλικος νέος ότι το δεξί χέρι υψωμένο λίγο πάνω από τον ώμο και με την παλάμη τεντωμένη αποτελεί ναζιστικό χαιρετισμό ή να γνωρίζει ότι η κίνηση αυτή εκφράζει τη ναζιστική ιδεολογία;

Μάλλον δεν έχει σημασία να ταξινομεί κανείς το σύμβολο και την ιδεολογία που εκφράζει με κάποια αξιολογική σειρά. Το ένα εμπεριέχει το άλλο. Το σύμβολο είναι ιδεολογία και η ιδεολογία σύμβολο. Το προτεταμένο χέρι με παλάμη τεντωμένη ή με σφιγμένη γροθιά αποτελεί έτσι κι αλλιώς σύμβολο βίας, είτε ναζιστικής, είτε κομμουνιστικής, είτε οποιασδήποτε άλλης ιδεολογικής παραλλαγής. Η βία υπάρχει, το κενό συμπληρώνεται με κάποια ιδεολογία. 

Ο ναζιστής χασάπης Μπρέιβικ (Anders Behring Breivik) που σκότωσε 77 νέους στη Νορβηγία, μπροστά στο δικαστήριο του Όσλο που τον δίκαζε μπέρδεψε (;) τους χαιρετισμούς και σήκωσε το χέρι του με προτεταμένη γροθιά. Το πρόβλημα δεν είναι εάν παλάμη θα είναι ανοικτή ή σε γροθιά. Το πρόβλημα είναι η ίδια η βία και το μίσος που συμβολίζουν οι χαιρετισμοί αυτοί.

Όταν λοιπόν όλα τα ελληνικά κόμματα, το ένα μετά το άλλο, μετά την πρόσφατη χειρονομία του νεαρού Κατίδη έσπευσαν να «καταδικάσουν» ένα σύμβολο, ας θυμηθούν ότι το 2009 κανένα από αυτά δεν υπέγραψε το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «σχετικά με την  ευρωπαϊκή συνείδηση και τον ολοκληρωτισμό». Γιατί;

Μα ακριβώς επειδή ούτε ένα ελληνικό κόμμα δεν μπόρεσε να αντέξει την βασική παραδοχή του ψηφίσματος ότι «κανένας πολιτικός φορέας και κανένα πολιτικό κόμμα δεν έχουν το μονοπώλιο στην ερμηνεία της ιστορίας». Είναι προφανές ότι τα περισσότερα ελληνικά κόμματα δεν διανοούνται να δεχθούν ότι «κατά τον 20ό αιώνα στην Ευρώπη εκατομμύρια άνθρωποι υπήρξαν θύματα εξορίας, φυλάκισης, βασανισμού και φόνου από ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα». Ειδικότερα, κάποια αριστερά ελληνικά κόμματα αρνούνται να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι όπως τα κράτη της δυτικής Ευρώπης είχαν τη ναζιστική ιστορική εμπειρία, έτσι και «τα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης είχαν την εμπειρία του κομμουνισμού και ότι θα πρέπει να προωθηθεί η κατανόηση για το διπλό παρελθόν δικτατορίας στις χώρες αυτές». Αυτές τις παραδοχές περιείχε το Ψήφισμα του 2009 και τα ελληνικά κόμματα που εκπροσωπούνταν στο Ευρωκοινοβούλιο δεν βρήκαν στις πολιτικές ατζέντες τους αντίστοιχες θέσεις.

Είναι λοιπόν εντυπωσιακό και συνάμα αποκαλυπτικό της υποκριτικής συμπεριφοράς των ελληνικών κομμάτων, που σήμερα δείχνουν να εκπλήσσονται και προσποιούνται ότι «ανατριχιάζουν» για το ναζιστικό χαιρετισμό κάποιου ασήμαντου νεαρού Κατίδη, όταν δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το φτωχό εαυτό τους και να συνενώσουν τη φωνή τους με τα λοιπά ευρωπαϊκά κόμματα «εκφράζοντας το σεβασμό τους προς όλα τα θύματα ολοκληρωτικών και αντιδημοκρατικών καθεστώτων στην Ευρώπη και να τιμήσουν εκείνους που αγωνίστηκαν κατά της τυραννίας και της καταπίεσης».

Τώρα εκπλησσόμαστε που σιγά-σιγά το αυγό του φιδιού αρχίζει να ραγίζει και τρέχουμε να του βάλουμε τσιρότα…