Friday, April 24, 2015

Μαθαίνοντας οικονομικά της εργασίας



Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26.10.2014

Μαθαίνοντας οικονομικά της εργασίας
Του  ΙΩΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ
Καθηγητή εργατικού δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου

Οικονομολόγος δεν είμαι, αλλά αναζητώ επίμονα τις οικονομικές γνώσεις που αναφέρονται στην μισθωτή εργασία και τη θέση της στην αγορά. Με ενδιαφέρον, λοιπόν, παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό συζητήσεις μεταξύ οικονομολόγων στον καθημερινό τύπο, στα πλαίσια των οποίων αντιπαρατίθενται απόψεις για το σχηματισμό της τιμής της μισθωτής εργασίας, για την ανεργία, τις ομαδικές απολύσεις, την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, κ.ο.κ.

Στέκομαι σε ένα τελευταίο άρθρο, που φέρει τίτλο «Οι μισθοί δεν είναι ραπανάκια» (Μ. Ζουμπουλάκης, ΤΑ ΝΕΑ, 17.10.2014), γιατί είναι αλήθεια ότι ο τίτλος είναι ιδιαίτερα προκλητικός. Διεγέρθηκε έντονα το ενδιαφέρον μου γιατί μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί ποια σχέση μπορεί να έχει το ραπανάκι με το μισθό. Αμέσως, όμως, κατάλαβα ότι αυτό που αναστατώνει επιστημονικά το συντάκτη είναι η άποψη κάποιων οικονομολόγων ότι «ο κατώτερος μισθός μπορεί να έχει οποιοδήποτε ύψος, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας». Αυτό, υποστηρίζει ο συντάκτης του άρθρου, μπορεί να συμβαίνει στον καθορισμό της τιμής των ραπανακίων, όχι όμως και στην τιμή της εργασίας.

Να, λοιπόν, πώς ξεκινά την επιχειρηματολογία του ο συντάκτης του άρθρου: «Για τον καταναλωτή δεν υπάρχει τιμή για τα ραπανάκια που να την θεωρεί πολύ χαμηλή. Μια μηδενική τιμή (sic)  θα ήταν ό,τι το καλύτερο γι’ αυτόν». Αν και τα ραπανάκια με «μηδενική τιμή» συνήθως τα τρώνε οι κότες, είναι αλήθεια ότι, γενικώς, η διαπίστωση αυτή με ικανοποίησε, αφού ορθώς ο αρθρογράφος δέχεται ότι αρμόδιες να αποφασίζουν για τις τιμές των ζαρζαβατικών είναι οι δυνάμεις της αγοράς, η οποία θα πρέπει να λειτουργεί με βάση την αρχή της προσφοράς και της ζήτησης.

Στη συνέχεια, όμως, όταν ο συντάκτης του άρθρου αρχίζει να ξεδιπλώνει τις σκέψεις του για να εξηγήσει ότι «στην αγορά εργασίας τα πράγματα είναι διαφορετικά», εγώ ο μη οικονομολόγος, μπερδεύτηκα. Άλλο πράγμα, μας λέει, είναι η αγορά  ζαρζαβατικών και άλλο πράγμα η αγορά εργασίας. Και τούτο γιατί, προσθέτει, ενώ για τον καταναλωτή «δεν υπάρχει τιμή για τα ραπανάκια που να την θεωρεί πολύ χαμηλή», αντίθετα, «για τον εργαζόμενο υπάρχει απαράδεκτα χαμηλή τιμή εργασίας», όταν αυτή «δεν του επιτρέπει να συντηρηθεί αυτός και η οικογένειά του».

Δυστυχώς, δεν κατόρθωσα να κατανοήσω την σύγκριση μεταξύ καταναλωτή (αγοραστή ραπανακίων) και μισθωτού εργαζόμενου (πωλητή εργασίας), δηλαδή μεταξύ προσώπων που έχουν τελείως διαφορετικό ρόλο στη διαδικασία των συναλλαγών. Παρά τις ελλείψεις μου, όμως, τόλμησα να σκεφτώ ότι αν ο αρθρογράφος έκανε τη σύγκριση μεταξύ δύο όμοιων συντελεστών, δηλαδή μεταξύ πωλητή ραπανακίων (αγρότη) και πωλητή εργασίας (μισθωτού), τότε θα μας βοηθούσε καλύτερα να αντιληφθούμε τους βαθύτερους λόγους πάνω στους οποίους βάσισε τη θέση του ότι είναι απαράδεκτο να πέφτει η τιμή της μισθωτής εργασίας σε ύψος που δεν θα επιτρέπει στον μισθωτό να συντηρείται αυτός και η οικογένειά του, ενώ, αντίθετα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα ως προς το ζήτημα της εξασφάλισης της συντήρησης του αγρότη και της οικογένειάς του, όταν η τιμή του ραπανακίου μειώνεται μέχρι και εκμηδενισμού, στα πλαίσια της αμιγούς λειτουργίας της προσφοράς και της ζήτησης. Αν και περίεργη αυτή η λογική σύλληψη, θα ήταν ενδιαφέρον να καταλάβουμε γιατί η ευαισθησία του αρθρογράφου εξαντλείται μόνο σ’ αυτούς που ο Marx αποκαλούσε υποτιμητικά «προλετάριους», ενώ αδιαφορεί για το εάν κερδίζει τα προς το ζειν από την αγοραπωλησία ραπανακίων μια άλλη κατηγορία εργαζομένων (αγρότες).   

Περίεργη, πράγματι, προσέγγιση, η οποία δεν με βοήθησε ιδιαίτερα να βελτιώσω τις οικονομικές μου γνώσεις, ενώ μπερδεύτηκα και με αυτά που νόμιζα πως ήξερα, γιατί είχα την εντύπωση ότι σύμπασα η οικονομολογική σκέψη από τον φιλελεύθερο Adam Smith και εφεξής (συμπεριλαμβανομένων όλων των σχολών) δέχεται ότι η μισθωτή εργασία έχει χαρακτήρα «εμπορεύματος». Πολύ περιγραφικός ο Karl Marx γράφει στο Κεφάλαιο ότι «η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο απ’ ότι είναι η ζάχαρη. Το πρώτο το μετρούν με το ρολόι, το δεύτερο με τη ζυγαριά».

Τέλος πάντων, αυτό που προκύπτει από το επίμαχο άρθρο είναι ότι ο μεν μισθός (τιμή της εργασίας) πρέπει να διατηρείται οπωσδήποτε σε ένα όριο ασφαλείας, ώστε να κατορθώνει να συντηρείται ο εργαζόμενος και η οικογένειά του, ενώ οι τιμές των ζαρζαβατικών δεν πειράζει κι αν εκμηδενίζονται προς αγαλλίαση των χορτοφάγων καταναλωτών, οι οποίοι, όμως, όσο και εάν λέει ο αρθρογράφος ότι «τα δωρεάν λαχανικά είναι ευλογία για τους καταναλωτές», φοβάμαι ότι οφείλουν να το γυρίσουν σύντομα στην κρεατοφαγία, αφού το τζάμπα θα «φάει λάχανο» τον αγρότη.

Έτσι, καλό είναι να συμβουλεύεις με καλοπροαίρετη διάθεση ότι «και για τους εργοδότες οι μισθοί πρέπει να είναι αρκετά (sic) υψηλοί, όχι μόνο για να προσελκύουν καλούς εργαζόμενους αλλά και για να τους παρακινούν να εργαστούν αποδοτικά», αλλά, αν, παρά ταύτα, οι εργοδότες δεν πείθονται από τις μικροοικονομικές σου θεωρίες, τότε τι γίνεται; Ποιος ο μηχανισμός πρέπει να λειτουργεί στα πλαίσια της αγοράς της εργασίας έτσι ώστε αφενός να επιτυγχάνεται η διατήρηση των μισθών των εργαζομένων σε «αρκετά υψηλό ύψος» και αφετέρου να εξαναγκάζονται οι απείθαρχοι εργοδότες να μην απολύουν το υπερβάλλον προσωπικό τους; Κουβέντα περί αυτού στο άρθρο, αλλά και σε άλλα σχετικά άρθρα που έχουν πέσει στα χέρια μου.  

Πέραν αυτού, γενικότερα, κάποιοι «οικονομολογούντες της εργασίας» οφείλουν να είναι σαφέστεροι και πιο συγκεκριμένοι ώστε να καταλάβουμε και εμείς πότε το ύψος των μισθών θεωρείται «αρκούντως υψηλό» κατά τις προσδοκίες των προβαλλόμενων θεωριών τους. Θα είναι ένας μισθός που θα «τονώνει» γενικώς και αορίστως τη ζήτηση, αλλά που θα στέλνει στα αζήτητα τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις που τον καταβάλλουν; Θα είναι ένας ο μισθός, του οποίου ένα μέρος θα βρισκόταν στην τσέπη ενός άλλου εργαζόμενου, που, όμως, πλέον έχει σταλεί στην ανεργία; Θα είναι ένας μισθός που θα τον επέβαλε στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας το κράτος και όποιον πάρει ο χάρος; Φοβάμαι ότι μια απάντηση που θα όριζε αρνητικά την έννοια του «αρκετά υψηλού» μισθού, ως αυτόν που δεν θα είναι μισθός Ουγκάντας, άντε Βουλγαρίας, δεν θα διαφώτιζε ιδιαίτερα τα πράγματα.

Πάντως, από τέτοιες συζητήσεις, αυτό που έχω μέχρι στιγμής καταλάβει είναι ότι ο μισθός δεν πρέπει να είναι «ραπανάκι» και, ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες, αλλά την ευθύνη για την εμπλοκή στη συζήτηση των «ραπανακίων» δεν την έχω εγώ. Εγώ οικονομικά της εργασίας προσπάθησα να καταλάβω, αλλά, φοβάμαι ότι δεν τα κατάφερα. Ίσως γιατί δεν έχω ακόμη εξοικειωθεί με την αντίληψη ότι η αγορά της σύγχρονης μισθωτής εργασίας αποτελεί ένα «σκλαβοπάζαρο». Αλλά αν ενστερνιστώ μια τέτοια αντίληψη, μια άλλη απορία θα μου προκύψει. Πως είναι δυνατόν σε ένα σκλαβοπάζαρο να μένουν χρήματα, πολλά ή λίγα, στην τσέπη του σκλάβου;

Η «ηθική» του ελληνικού συνδικαλισμού



Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.08.2012

Η «ηθική» του ελληνικού συνδικαλισμού
Του  ΙΩΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ
Καθηγητή εργατικού δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου

 Παρακινήθηκα για τις σκέψεις που ακολουθούν από τον εύστοχο τίτλο «Κινητοποιήσεις με το “πρώτο κουδούνι”» ενός ρεπορτάζ της Καθημερινής που αναφέρεται στα άμεσα απεργιακά σχέδια της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΔΟΕ). Τι αποφάσισε λοιπόν το καλό αυτό συνδικάτο των δασκάλων των παιδιών μας; Να κηρύξει απεργιακή κινητοποίηση «με το πρώτο κουδούνι», την 12η Σεπτεμβρίου, την ημέρα δηλαδή που τα παιδάκια θα έχουν την πρώτη τους επαφή με το σχολείο ή θα επιστρέφουν στα μαθητικά θρανία. Εκείνη λοιπόν την «ευαίσθητη» ημέρα οι μικροί μαθητές θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα αγριεμένα πρόσωπα των συνδικαλιστών-δασκάλων που θα κλείνουν τις εισόδους των δημοτικών σχολείων και θα δίνουν τα πρώτα μηνύματα για το τι είδους «εκπαίδευση» πρόκειται να λάβουν κατά το μαθητικό τους βίο. Αξίζει να σημειωθεί ότι εφέτος οι συνδικαλιστές της ΔΟΕ έχουν κάνει μια σημαντική επαναστατική «πρόοδο» σε σχέση με πέρυσι που πραγματοποίησαν την πρώτη τους απεργιακή κινητοποίηση με καθυστέρηση δύο εβδομάδων από την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Εφέτος, η απεργία των δασκάλων θα είναι κατ’ ουσία συστατικό στοιχείο του ίδιου του σχολικού αγιασμού ή, μάλλον, θα συμβεί το αντίθετο. Οι ιθύνοντες της ΔΟΕ θα ραντίσουν τα παιδάκια με το «καθαγιασμένο ύδωρ» της συνδικαλιστικής τους ευαισθησίας.

Εδώ όμως ακριβώς προκύπτει το τεράστιο ηθικό έλλειμμα του ελληνικού συνδικαλισμού. Επειδή οι καλοί συνδικαλιστές της ΔΟΕ θεωρούν ότι δεν μπορούν πια να ζουν με την αγωνία εάν θα προχωρήσει ή όχι το μέτρο της «αξιολόγησης» των δασκάλων, αδιαφορούν παντελώς για τα παιδιά, τους γονείς και την κοινωνία και στήνουν μια ακόμη προληπτική απεργία. Σιγά μην σκεφθούν οι αξιότιμοι κύριοι συνδικαλιστές τι σημαίνει για ένα μαθητούδι να γυρίσει άπραγο στο σπίτι του την εναρκτήρια ημέρα του μαθησιακού του βίου, τι σημασιοδοτήσεις θα παράγει γι’ αυτά η ματαίωση ενός τόσο σημαντικού και από πολλές πλευρές συμβολικού γεγονότος. Αυτοί ένα πράγμα βλέπουν μπροστά τους: Να μην ακούν καν τη λέξη «αξιολόγηση», να ζήσουν την ψευδαίσθηση της «ματαίωσης της χειραγώγησης των εκπαιδευτικών» και «της διάσωσης της εκπαίδευσης από την επίθεση των δυνάμεων της αγοράς». Οι συνδικαλιστές της ΔΟΕ δεν αισθάνονται καμιά ηθική αναστολή να χρησιμοποιούν ως ανθρώπινες ασπίδες τρυφερά μαθητούδια, προκειμένου να εκβιάσουν την πολιτεία και να αποφύγουν την τρισκατάρατη αξιολόγηση, αφού μέχρι τώρα το «κόλπο» έχει επιτυχή κατάληξη. Υπενθυμίζουμε ότι, πριν λίγους μήνες, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, οι εκπαιδευτικοί εξαιρέθηκαν από τις διατάξεις περί αξιολόγησης των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων.

Δυστυχώς, κατά κανόνα, οι συνδικαλιστές δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση καθήκοντος για ηθική αμοιβαιότητα έναντι κανενός. Δεν αισθάνονται να τους δεσμεύει κανενός είδους «κοινωνικό συμβόλαιο». Ελάχιστα τους ενδιαφέρουν οι «θεσμοί» παρά μόνο στο μέτρο που καταφέρουν να τους εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό και κατά κανόνα διαστρεβλώνοντάς τους. Έτσι, το ότι η εκπαίδευση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα συνδεδεμένο με την προαγωγή της αξίας του ανθρώπου, δεν φάνηκε να επηρέασε τους «μαχητές» της ΔΟΕ όταν αποφάσιζαν να στείλουν πίσω σπίτι τους τα «πρωτάκια» την 12 Σεπτεμβρίου, χωρίς καν τα αφήσουν να αντικρύσουν τις σχολικές αίθουσες. Φαίνεται ότι για την ΔΟΕ, παρά τις εξ αντιθέτου κορώνες, ο θεσμός της εκπαίδευσης υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα, «κεκτημένα» και διεκδικούμενα, των εκπαιδευτικών, έτσι όπως αυτά εννοούνται από το διαπαραταξιακό μπλοκ που την διοικεί.

Τέτοιου είδους παραδείγματα δεν  έχουν τέλος: Ας δούμε το «ηθικό υπόδειγμα» των συνδικαλιστών του χώρου της Δικαιοσύνης. Για τους συνδικαλιστές των δικαστικών υπαλλήλων, «όλοι οι καλοί χωράνε» στην υπηρεσία του θεσμού της Δικαιοσύνης. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η έννοια του κλασικού ανθρωπιστικού ιδεώδους του «καλού καγαθού» διευρύνεται κατά λίαν ανατριχιαστικό τρόπο από το ΔΣ της Ομοσπονδίας δικαστικών, αφού δεν δίστασε αυτό με άμεση ανακοίνωσή του στο Τύπο να υπερασπιστεί την υπαλληλική τιμή της προσφάτως αποκαλυφθείσας δικαστικής υπάλληλου με τις άδηλες συναλλαγές και αδήλωτες καταθέσεις των 8 εκατομμυρίων. Αντί λοιπόν τουλάχιστον να σιωπήσουν, οι καλοί συνδικαλιστές των δικαστικών υπαλλήλων επιτίθενται και μας θέτουν δύσκολες ερωτήσεις ώστε να πονηρευτούμε και εμείς μαζί τους: «Μήπως αποτελεί (η αποκάλυψη) μέρος μια νέας προσπάθειας κατασυκοφάντησης των δημοσίων υπαλλήλων, με σκοπό την επιβολή νέων δυσβάσταχτων μέτρων;». Τόσο απλά και τόσο ωμά.

Τι έκαναν και στην περίπτωση αυτή οι συνδικαλιστές του χώρου της Δικαιοσύνης; Έδειξαν ακόμη μια φορά με ποιο περιορισμένο περιεχόμενο αντιλαμβάνονται την έννοια της «αλληλεγγύης», που αποτελεί βασική ηθική υποχρέωση κάθε μέλους της κοινωνίας. Όπως κάθε σχεδόν συνδικαλιστική ηγεσία, προσφέρουν αδιάκριτα την άνευ όρων και προϋποθέσεων αλληλεγγύη τους προς κάθε μέλος της «συντεχνίας». Επί πλέον, ενώ κατά κανόνα υπηρετούν λυσσωδώς την «συντεχνιακή αλληλεγγύη», με τις συνδικαλιστικές πρακτικές τους απέχουν προκλητικά από κάθε εκ μέρους τους εκδήλωση «αλληλεγγύης» προς την κοινωνία.  Η σχέση τους με την κοινωνία υπάρχει μόνο για να απαιτούν αδιάκοπα την αλληλεγγύη της και να αξιώνουν διαρκώς τη στήριξη προς αυτούς των άλλων κοινωνικών ομάδων. Όταν η κοινωνία υφίσταται τις βαρύτατες συνέπειες των ακραίων συνδικαλιστικών πρακτικών (αντικοινωνικές απεργίες, κλείσιμο δρόμων, καταλήψεις δημοσίων χώρων και υπηρεσιών, κ.ο.κ.), οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους ότι παλεύουν για την κοινωνία και με «αθώο» τρόπο διατείνονται: «δεν είναι αυτό που φαίνεται» (!).

Ας δώσουμε μια ακόμη διάσταση του ηθικού ελλείμματος των συνδικαλιστικών εκπροσώπων: Ακόμη και εάν ο νόμος δεν θέτει ζήτημα τυπικής νομιμότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί «ηθικώς» αποδεκτή μια συνδικαλιστική δράση που αδιαφορεί για το βαθμό της πραγματικής «επιρροής» των συνδικάτων στους ίδιους τους εργαζόμενους που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Δεν αρκεί να αυτοχαρακτηρίζεσαι εκπρόσωπος και να ασκείς τα εκ του χαρακτηρισμού αυτού αρυόμενα «δικαιώματα». Θα πρέπει ο εκπροσωπευτικός χαρακτήρας να επαληθεύεται και να διατηρείται. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να αξιώνει «ηθική» νομιμοποίηση η πραγματοποίηση από  ένα συνδικάτο μιας απεργίας χωρίς να έχει συμμετάσχει στη λήψη της σχετικής απόφασης ένα ικανό ποσοστό από τους εργαζόμενους που καλούνται να συμμετάσχουν σ’ αυτή. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ηθικό έρεισμα και να «δικαιολογηθούν» οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλεί η άσκηση της ιδιαίτερα σημαντικής αυτής μορφής εργατικού αγώνα. Διαφορετικά το συνδικάτο «δικτατορεύει» χωρίς προσχήματα επί των εργαζομένων και εκβιάζει κράτος και κοινωνία.

Όταν λοιπόν τα συνδικάτα εγκαταλείψουν το συντεχνιακό δογματισμό που τα καθιστούν αντικοινωνικά και αναγνωρίσουν την υποχρέωση σεβασμού των αναγκαίων ηθικών αξιών, τότε  θα καταφέρουν να ενταχθούν ουσιαστικά ως θεσμός στη βασική δομή της κοινωνίας και ίσως τότε ο ρόλος που θα επιτελέσουν να αξίζει αναγνώρισης. Τότε, ίσως αντιληφθούν ότι υπάρχει και άλλο περιεχόμενο σε έννοιες όπως «κοινωνικός διάλογος» ή «κεκτημένο δικαίωμα», τότε, επί πλέον, δεν θα αποτελούν μόνο μορφώματα που αναγνωρίζονται από το νόμο, αλλά ίσως καταστούν μορφώματα που σέβονται το νόμο.

Ο γόρδιος δεσμός των ομαδικών απολύσεων


Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23 Μαρ 2014

Ο γόρδιος δεσμός των ομαδικών απολύσεων

Του  ΙΩΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ

Καθηγητή εργατικού δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου

Απελευθέρωση των «ομαδικών απολύσεων» (!). Οι λέξεις τρομάζουν. Όχι μία, όχι δύο, αλλά πολλές, σωρός, στοιβάδες απολύσεων. Ακούγεται κάπως σαν «ομαδικές εκτελέσεις». Η εργατική τάξη στο απόσπασμα, ωρύονται καθημερινά με μελοδραματικά κρεσέντα στα δωρεάν τηλεοπτικά επιμορφωτικά σεμινάρια οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ και όμορων δυνάμεων, οι συντεχνίες της κοινής ωφέλειας (βλ. ΓΣΕΕ) και πλήθος ποικιλώνυμοι εργατοπροστάτες. Πώς έχουν όμως τα πράγματα;

Ας ξεκαθαρίσουμε ευθύς εκ αρχής ότι η όλη συζήτηση περί ομαδικών απολύσεων αφορά στην ενδεχόμενη αλλαγή ενός παλαιού νόμου, ενός δύσμορφου μεταμοντέρνου κατάλοιπου μιας χουντικής νομοθεσίας, η οποία, μετά από έναν πασοκικού τύπου δήθεν «εξευρωπαϊσμό» της το 1983, υποτίθεται ότι ενσωμάτωσε σύγχρονες συμμετοχικές αντιλήψεις της ευρωπαϊκής Οδηγίας για τη διαχείριση του προβλήματος των ομαδικών απολύσεων.

Τι λέει συνοπτικά αυτή η ευρωπαϊκή Οδηγία; Ότι, όταν ένας εργοδότης, που η επιχείρησή του αντιμετωπίζει οικονομοτεχνικά ή οργανωτικά προβλήματα, σκοπεύει να προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, που αφορούν δηλαδή σε αριθμό εργαζομένων που υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο αριθμητικό ή ποσοστιαίο όριο, τότε οφείλει να καλέσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, αφού τους ενημερώσει σχετικά, να διαβουλευτεί μαζί τους, μήπως μπορέσουν από κοινού να βρουν μία λύση στο πρόβλημα. Σκοπός της Οδηγίας είναι, με συναινετικό τρόπο, είτε να αποφευχθούν εν όλω ή εν μέρει οι απολύσεις με εναλλακτικές λύσεις, είτε, έστω, να μειωθούν οι δυσμενείς από αυτές συνέπειες για τους απολυόμενους (π.χ. με την συμφωνία καταβολής στους απολυόμενους κάποιας πρόσθετης αποζημίωσης). Εννοείται ότι οι λύσεις αυτές θα επιτευχθούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις εργοδότη και εργαζομένων. Αυτό μόνο ορίζει η Οδηγία και τίποτε άλλο.

Ίδιες ρυθμίσεις περιέχουν και οι νομοθεσίες των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, με εξαίρεση τη χώρα μας, πήραν την Οδηγία στα σοβαρά και την ενσωμάτωσαν σωστά στα δίκαιά τους. Συνοψίζουμε: Σκοπός της πρόβλεψης αυτής είναι η ενεργοποίηση μιας διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών συνομιλητών, προκειμένου να βρίσκονται κοινά αποδεκτές λύσεις στο πρόβλημα των ομαδικών απολύσεων. Το κράτος δεν παρεμβαίνει στη διαδικασία αυτή και δεν έχει καμία αρμοδιότητα ελέγχου του αριθμού των απολύσεων. Έτσι, το έχει δει όλη η Ευρώπη.

Ας έλθουμε όμως στην «καθ’ ημάς ανατολή». Τι ακριβώς προβλέπεται στο made in Greece νομοθέτημα περί ομαδικών απολύσεων, που υποτίθεται ότι κι αυτό ενσωμάτωσε την ευρωπαϊκή αυτή Οδηγία; Ευθύς εξ αρχής από τον ίδιο τον τίτλο του νόμου, ο νομοθέτης «καρφώνεται» ως προς τον σκοπό του: «Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις» επιγράφεται. «Έλεγχος», λοιπόν. Κρατικός έλεγχος. Τον ίδιο τίτλο είχε και το χουντικό νομοθέτημα του 1967, το οποίο αγνοούσε πλήρως τις λέξεις «συναίνεση», διαβούλευση» κ.λπ. και είχε έναν και μόνο σκοπό. Να υπαγάγει τις ομαδικές απολύσεις στην «έγκριση του Υπουργού Εργασίας».

 Ίσως, κάποιος αντιτάξει ότι ασχολούμαστε με λέξεις και αφήνουμε την ουσία. Ας κοιτάξουμε λοιπόν και την ουσία. Είναι αλήθεια ότι ο νόμος είναι πλούσιος σε περιγραφές συμμετοχικών διαδικασιών: υποχρέωση για ενημέρωση των εργαζομένων, προσκλήσεις για διαβούλευση εργοδότη και συνδικαλιστικών εκπροσώπων, προθέσεις για εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων κ.ο.κ. Η νομοθετική περιγραφή παρουσιάζεται σαν ένα ωραίο prospectus που υπόσχεται ένα θεσπέσιο ταξίδι σε ονειρεμένες ακρογιαλιές συναινέσεων, διαβουλεύσεων και κοινών προσπαθειών εκπροσώπων εργαζομένων και εργοδοτών. Σκέφτεσαι: Μπράβο κράτος, μπράβο εξουσία που εμπιστεύεσαι τους κοινωνικούς συνομιλητές και τους αφήνει να τα βρουν μόνοι τους.

Αμ δε. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτά που βλέπεις στην πρώτη σελίδα του menu είναι pour entreé. Όταν πας το plat principal διαπιστώνεις ότι η βασική έγνοια του νόμου είναι άλλη: Να διατηρηθεί, πάση θυσία, στο παιγνίδι το Κράτος, να συνεχίσει να έχει τον τελικό λόγο η εξουσία, να μην ξεφύγει το σύστημα των ομαδικών απολύσεων από τη γραμμή που είχε χαράξει το 1967 η χουντική νομοθεσία.  

Έτσι, οι προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες διαβούλευσης είναι ένα άδειο πουκάμισο. Πολύ φασαρία για το τίποτε. Πρόκειται για μια «προκάτ διαδικασία», στημένη έτσι ώστε να αποτύχει, όπου προβλέπεται ακόμη και ανώτατος χρόνος διαβουλεύσεων: «Φιλαράκια, λέει ο νόμος, ή θα τα βρείτε στο τσάκα-τσάκα μέσα σε 20 ημέρες ή το ωραίο ταξίδι σας στη χώρα της συναίνεσης τελειώνει». Με άλλα λόγια, όταν μετά 20 ημέρες έρχεται η ώρα του checkout από την πανσιόν «η Ωραία Διαβούλευση», τότε αποκαλύπτεται σε όλο το μεγαλείο της η νομοθετική απάτη. Τα μεγάφωνα αναγγέλλουν: «Οι κύριοι κοινωνικοί συνομιλητές, να περάσουν πάραυτα για κάποιες τελευταίες διατυπώσεις από το Υπουργείο Εργασίας». Εκεί, στα υπουργικά άδυτα, η συμμετοχική διαδικασία, η ελευθερία του διαβουλεύεσθαι, η συμβατική ελευθερία, η επιχειρηματική ελευθερία, όλα, πάνε περίπατο. Εκεί υπάρχει μόνο το υπουργικό «αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν» που επαναφέρει μνήμες του 67. Εκεί ο εκάστοτε Υπουργός Εργασίας, κατά κανόνα πρώην συνδικαλιστής του δημόσιου τομέα, ενδεδυμένος με τον μανδύα του σωτήρα της εργατικής τάξης, βάζει τα πράγματα στη θέση τους: «Το αίτημα περί ομαδικών απολύσεων απορρίπτεται». Με άλλα λόγια, επιχειρήσεις κόφτε το λαιμό σας.

Απλοποιώ κάπως τα πράγματα, αλλά αυτή είναι η ουσία της όλης διαδικασίας «διαβούλευσης» στην οποία αναφέρεται ο ισχύων νόμος. Για τον έλληνα νομοθέτη, η διαδικασία αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα πρόσχημα για να παρέμβει το κράτος με τη σπάθα του ως δήθεν σωτήρας της απασχόλησης. Μα, θα πει πάλι κάποιος: Αποκλείεται τα μέρη βάλλουν τα δυνατά τους στις διαβουλεύσεις να καταλήξουν σε μια συναινετική λύση και έτσι να μην δοθεί δυνατότητα στο κράτος να παρέμβει; Βεβαίως αποκλείεται, για τον απλούστατο λόγο ότι κανένας συνδικαλιστής δεν είναι τρελός να αποδεχθεί συναινετικές λύσεις και να φανεί ότι «ξεπουλιέται» στον εργοδότη, όταν έχει στο χέρι του το «δέκα το καλό»: μετά από 20 ημέρες δήθεν διαβουλεύσεων, το εργοδοτικό αίτημα θα πάει ως έχει στο καλάθι των αχρήστων και το συνδικάτο θα «θριαμβεύσει». Συμβαίνει και εδώ ό,τι μέχρι πρότινος συνέβαινε με την υποχρεωτική Διαιτησία στο πεδίο των διαπραγματεύσεων για σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Και σε εκείνη την περίπτωση, ποιος λόγος υπήρχε να τα βρουν οι συνδικαλιστές με τον εργοδότη, κάνοντας οποιαδήποτε υποχώρηση, όταν ήξεραν ότι με μια βόλτα στη Διαιτησία θα έπαιρναν ότι ζητούσαν;  

Μήπως, όμως, στην Ελλάδα, με πρωτοπόρους τους νομοθέτες της δικτατορίας του 67, έχουμε συλλάβει τη λύση για την αντιμετώπιση της ανεργίας, ενώ όλη η υπόλοιπη Ευρώπη κοιμάται με τα τσαρούχια; Μήπως ο πραίτωρ της οδού Πειραιώς, με την παρέμβασή του πράγματι σώζει θέσεις εργασίας; Μια ματιά στην κατακόρυφη άνοδο των δεικτών ανεργίας στη χώρα μας όλα τα τελευταία χρόνια, υπό την πλήρη ισχύ του νόμου περί ελέγχου των ομαδικών απολύσεων, δίνει χωρίς πολλά λόγια την απάντηση. Το «φάρμακο» προκαλεί μόνο βλαβερές παρενέργειες και καμία ίαση.

Όσοι λοιπόν υπεραμύνονται της χουντικής έμπνευσης κρατικής παρέμβασης στις ομαδικές απολύσεις, ας κάνουν τον κόπο να ψάξουν πόσες επιχειρήσεις, ελληνικές και ξένες, έβαλαν οριστικό λουκέτο τα τελευταία χρόνια, όταν ο πραίτορας της οδού Πειραιώς απέρριψε το αίτημά τους, στέλνοντάς τες να «κόψουν το λαιμό τους». Δεν ξέρω εάν οι εργοδότες έκοψαν το λαιμό τους. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι τα υπουργικά βέτο έκοψαν χιλιάδες λαιμούς εργαζομένων, στέλνοντάς μαζικά στην ανεργία σύμπαν το προσωπικό των επιχειρήσεων που έκλεισαν οριστικά.