Saturday, April 21, 2012

Το εγκληματικό πραξικόπημα

(Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 21/4/2012

Του Ιωαννη Ληξουριώτη*

Τους τελευταίους μήνες παρακολούθησα το μεγάλο πραξικόπημα κατά της νομιμότητας που συντελέστηκε στα ελληνικά ΑΕΙ. Το έζησα «εκ των έσω», ως μέλος της Επιτροπής καθηγητών που ανεπιτυχώς προσπάθησε να πραγματοποιήσει τις διαδικασίες για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης της Σχολής μου, σύμφωνα με τον σχετικό νόμο που ψηφίστηκε το περασμένο έτος. Εζησα το «μεγαλείο» της αυθαιρεσίας και του απίθανου διακομματικού φατριασμού των δυνάμεων που μισούν την άμιλλα, απεχθάνονται την αξιολόγηση και τρέμουν την αξιοκρατία. Αυτών που συνεχίζουν να κοιμούνται ήσυχοι τη στιγμή που τα πανεπιστήμιά τους διολισθαίνουν ακατάπαυστα στις παγκόσμιες κατατάξεις αξιολόγησης και ταξινομούνται πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο μιας στοιχειώδους αξιοπρέπειας.
Δυστυχώς, ως επιτροπή «απολαύσαμε» κάθε είδους παρεμπόδιση του έργου μας, άμεση ή έμμεση, «γευτήκαμε» το «μπουκάρισμα» της φοιτητικής αφρόκρεμας στον χώρο που συνεδριάζαμε. Ομάδες φοιτητοπατέρων, με λεκτικές απειλές και οχλοβοή μάς απαγόρευσε «δημοκρατικότατα» να συνέλθουμε και να λάβουμε τις αναγκαίες αποφάσεις για την εφαρμογή του νόμου. Αναγκαστήκαμε να συνεδριάζουμε εν είδει «κρυφού σχολειού» σε γραφεία εκτός του πανεπιστημίου. Είδαμε να αρπάζεται το σχετικό πρωτόκολλο υποβολής υποψηφιοτήτων και να καταλαμβάνεται επί ημέρες όλος ο χώρος της γραμματείας, ώστε να παρεμποδιστούν οι διαδικασίες. Επειτα από απανωτές αναβολές που προήλθαν από αλλεπάλληλες υπονομεύσεις του έργου μας, εν τέλει, την ημέρα των εκλογών βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο με γεροδεμένους λάτρεις της επιστήμης που έφραζαν τις πόρτες του χώρου των αρχαιρεσιών. Εκεί, δεχθήκαμε πλούσιο λεκτικό προπηλακισμό, απολαύσαμε τις κασέτες ξαναζεσταμένων επαναστατικών συνθημάτων, καθώς και την εικαστική πανδαισία των πανό των κάθε είδους «συσπειρώσεων». Το πλέον απογοητευτικό είναι ότι όλα αυτά γίνονταν υπό την παγερή αδιαφορία, για να μην πούμε και με την επίνευση των πρυτανικών αρχών, οι οποίες συνεχώς μας εγκαλούσαν γιατί, λόγω της επιμονής μας να τηρήσουμε τη νομιμότητα, υπονομεύαμε, λέει, την ειρήνη στο πανεπιστήμιο. Προφανώς, «ειρήνη» για κάποιους είναι η αδιαφορία απέναντι στη νομιμότητα.
Στην εποχή της διεθνοποιημένης ανώτατης παιδείας, στην εποχή του Ιnternet και του laptop, όταν σε όλο τον κόσμο οι κοινωνίες της γνώσης συνδιαλέγονται ελεύθερα και ανταλλάσσουν εμπειρίες προς όφελος της ανάπτυξης της επιστήμης και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των λαών, μια φοβική απέναντι στον ανταγωνισμό και παθολογικά εσωστρεφής ολιγαρχία που επικρατεί την τελευταία ιδίως δεκαετία στα περισσότερα ΑΕΙ και ΤΕΙ, υποστηριζόμενη από μια λυσσώδη Entente Cordiale μεταξύ κομματικών εγκάθετων στα πανεπιστήμια και της πλέον τεμπέλικης μερίδας «πανεπιστημιακών», ταμπουρώθηκε στις Πρυτανείες, κηρύσσοντας την Τζιχάντ-αλ-σάιφ κατά οποιασδήποτε σκέψης για μεταρρύθμιση και αναβάθμιση των Ιδρυμάτων. Προφανώς, για κάποιους προέχει η διατήρηση των κεκτημένων της συναλλαγής και για κάποιους άλλους αποτελεί στοίχημα ζωής το αδιατάρακτο της επιστημονικής και ερευνητικής απραξίας.

* Ο κ. Ιωάννης Ληξουριωτης είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου και υποψήφιος Β΄ Αθηνών με τη Δράση.

Tuesday, April 10, 2012

ΠΑΜΕ: Ο επίσημος βασανιστής του ελληνικού λαού


Αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα, τα παλικάρια του ΠΑΜΕ, ως πιστοί φαίνεται χριστιανοί, διάλεξαν να υποβάλουν τους Έλληνες πολίτες σε νέα Πάθη (εβδομάδα γαρ των Παθών). Η "παραθρησκευτική" αυτή παραφυάδα του Κ.Κ.Ε. που προσποιείται τη συνδικαλιστική οργάνωση, που μισεί τον οποιοδήποτε διάλογο, που επιθυμεί πενόμενους εργαζόμενους προκειμένου να τους σπρώξει στις αγκάλες του μαγευτικού σκοταδισμού που ευαγγελίζεται, συνεχίζει να επωφελείται από υπαρκτά προβλήματα διάφορων κλάδων εργαζομένων και εξακολουθεί να βασανίζει τόσο τους ίδιους όσο και τον υπόλοιπο ελληνικό λαό.

Ακολουθώντας γνωστές πρακτικές, η αλωμένη από το ΠΑΜΕ περιβόητη για την αναλγησία της Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (Π.Ν.Ο.) άρχισε έναν νέο κύκλο αντικοινωνικών απεργιών στα λιμάνια της χώρας, προκειμένου, ενόψει των επικείμενων εκλογών, να εξυπηρετηθούν οι μικροκομματικές επιδιώξεις του τελευταίου εναπομείναντος στην Ευρώπη σταλινικού κομμουνιστικού κόμματος. Έτσι, ΠΑΜΕ και Κ.Κ.Ε. δεν διστάζουν να οδηγήσουν ακόμη μία φορά σε απόγνωση τους κατοίκους των νησιών μας που ζουν από τον τουρισμό, να καταστρέψουν οικονομικά τους παραγωγούς της Κρήτης και άλλων περιοχών και να απαγορέψουν τους εργαζόμενους να χαρούν τις αργίες των εορτών, υποβάλλοντάς τους στο μαρτύριο της ταλαιπωρίας και της αβεβαιότητας εάν τελικώς θα καταφέρουν να κάνουν Πάσχα με τις οικογένειές τους και τους φίλους τους.

Άλλο ένα πραξικόπημα κατά της νομιμότητας, βαφτισμένο «απεργία» εκτυλίσσεται από το πρωί της Μ. Τρίτης στα λιμάνια της χώρας από ολιγομελείς κομματικές ομάδες στιβαρών ξεμπρατσωμένων στο όνομα της εργατικής τάξης και των πειθαναγκασμένων «απεργών» ναυτικών, που βλέπουν το μεροκάματό τους να θυσιάζεται στο βωμό της κομματικής επιτυχίας της κας Παπαρρήγα και της σκοταδιστικής ιδεολογίας που πρεσβεύει.

Είναι προφανές ότι η πολύχρονη αδικαιολόγητη ανοχή της πολιτείας απέναντι στους κομματικοδίαιτους επαγγελματίες "συνδικαλιστές», έχει επιφέρει την πλήρη ασυδοσία τους και τους έχει αναγορεύσει σε επίσημους βασανιστές του ελληνικού λαού και της εργατικής τάξης.

Αφού οι πρακτικές τους έχουν ήδη εκδιώξει πλήθος παραγωγικές επιχειρήσεις και κεφάλαια από την Ελλάδα, αφού έχουν οδηγήσει στο μαρασμό ολόκληρους κλάδους, αφού έχουν σαδιστικά σπρώξει χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία, τώρα προσπαθούν να δώσουν τη χαριστική βολή σε ότι έχει απομείνει: τον κλάδο του τουρισμού και τις εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους (επιχειρηματίες και μισθωτούς) που πορίζονται από αυτόν.

Αναζητείται λοιπόν ο σώφρων συνδικαλισμός. Αναζητούνται συνδικαλιστές που δεν θα κόπτονται για συμφέροντα κομμάτων, αλλά για τα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων, που θα έχουν αίσθηση του εφικτού, θα λαμβάνουν υπόψη την οικονομία, θα συνδιαλέγονται, θα συναισθάνονται ότι ζουν μέσα σε μια κοινωνία με τα δικά της προβλήματα. Αναζητείται λοιπόν ένας σοβαρός σκεπτόμενος συνδικαλισμός. Οι εργαζόμενοι γιατί περιμένουν και αφήνουν να τους διασύρουν μια δράκα κομματικών εντεταλμένων; 

Tuesday, April 3, 2012

Ο ελληνικός "υπαρκτός συνδικαλισμός"


του Ιωάννη Ληξουριώτη
Καθηγητή Εργατικού Δικαίου

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, διευκρινίζουμε ότι οι παρακάτω παρατηρήσεις δεν στοχοποιούν τη συνδικαλιστική ελευθερία, ούτε την ελευθερία συλλογικής διαπραγμάτευσης. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ελευθερία των πολιτών να συνεταιρίζονται, να συνδικαλίζονται, να συναθροίζονται ή να πολιτεύονται, ούτε ασφαλώς να επιδιώκουν με την άσκηση των ελευθεριών αυτών τη βελτίωση της θέσης τους.
Κατακρίνω όμως το παρεμβατικό κράτος για τη νομοθετική υπόθαλψη και σε κάθε περίπτωση για την εμφανή ανοχή του απέναντι στην εγκατάσταση μιας αντίληψης με βάση την οποία το συνδικαλίζεσθαι, από «ελευθερία», μετατρέπεται σε εργαλείο άσκησης αυθαίρετης «εξουσίας» κάποιων επαγγελματιών της πολιτικής και του συνδικαλισμού επί των ιδίων των εργαζομένων και επί των λοιπών κοινωνικών ομάδων. Ο συνδικαλισμός είναι σεβαστός, όταν η συνδικαλιστική δράση είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής του εργαζόμενου, όταν δεν «σιτίζεται» από το κράτος αλλά στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και όταν θεωρεί ισότιμες τις λοιπές ελευθερίες του πολίτη.
Δυστυχώς όμως, με συνενοχή ή με βαρεία αμέλεια του κράτους, ο «υπαρκτός συνδικαλισμός» ωθεί το συνδικαλιστικό γίγνεσθαι προς μια κατεύθυνση που παρουσιάζει δύο εξαμβλωματικά συμπτώματα: Το πρώτο είναι η αφόρητη υποβάθμιση -μέχρι εξαφάνισης- της ατομικής (θετικής και αρνητικής) συνδικαλιστικής ελευθερίας του πολίτη-εργαζόμενου και η ολοκληρωτική υποταγή του στα δόγματα του συνδικαλιστικού ιερατείου. Το δεύτερο αφορά την πλήρη διαστρέβλωση της έννοιας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, εις τρόπον ώστε η θέσπιση όρων και αμοιβών εργασίας να μην είναι αποτέλεσμα ελεύθερα συμφωνούμενων συλλογικών συμβάσεων που θα συναρτά την επίτευξη των εργατικών διεκδικήσεων με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων, αλλά ένα αυτοματοποιημένο προϊόν ενός κεντρικά καθοδηγούμενου μηχανισμού.
Η κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε και η βαθιά οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα, επιτάσσουν την επανεξέταση των εγκατεστημένων συνδικαλιστικών πρακτικών, που συντέλεσαν αποφασιστικά στη σημερινή οικονομική και κοινωνική έκπτωση της Ελλάδας. Κάνουμε λοιπόν κάποιες ενδεικτικές διαπιστώσεις:
Ας μεταφερθούμε πρώτα στο πεδίο των εργατικών κινητοποιήσεων και ας αναρωτηθούμε: Γιατί οι απεργίες, αντί να ζημιώνουν την «αντίπαλη» εργοδοτική πλευρά, θα πρέπει να πλήττουν πρωτίστως και κυρίως τις στοιχειώδεις ανάγκες των λοιπών κοινωνικών ομάδων αλλά και άλλων μη απεργούντων μισθωτών; Γιατί έχει θεοποιηθεί η πρακτική των «απεργιών-καραμπόλα», που θεωρεί αυτονόητο «δικαίωμα», για παράδειγμα, στους συνδικαλιστές των εκπαιδευτικών να προαναγγέλλουν ένα ακόμη δεινό για τους αγωνιούντες μαθητές και τους γονείς τους, προκειμένου να εκβιάσουν το κράτος να αποδεχθεί τις (δίκαιες ή άδικες) διεκδικήσεις τους;
Στο πεδίο σύναψης συλλογικών συμβάσεων, ας εξετάσουμε, επίσης, κάποιες παγιωμένες πρακτικές και ενδεικτικά ας αναρωτηθούμε: Ποια λογική εξυπηρετεί η στρατηγική του «υπαρκτού συνδικαλισμού» (στηριζόμενη στο δεκανίκι του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος) να εξαρτάται απόλυτα η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων σε επίπεδο κλάδων και επιχειρήσεων από την προηγούμενη σύναψη Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης; Γιατί θεωρείται αυτονόητο ότι οι αυξήσεις που θα επιτευχθούν στο επίπεδο αυτό, όπου θεσπίζονται ελάχιστες αμοιβές ανειδίκευτων εργατών, θα πρέπει να αποτελούν σημείο εκκίνησης των αυξήσεων που θα επιβληθούν με κλαδικές ή επιχειρησιακές ΣΣΕ στους ειδικότερους κλάδους της οικονομίας και στις μεμονωμένες επιχειρήσεις; Με άλλα λόγια, ποια πειστική αιτιολογία μπορεί να στηρίξει την αντίληψη ότι μια αύξηση, π.χ., 2% του βασικού μισθού της ΕΓΣΣΕ θα πρέπει να μεταφέρεται αυτόματα εν είδει «κεκτημένου» σε ένα χειμαζόμενο επιχειρησιακό κλάδο (π.χ. κλωστοϋφαντουργία) ή να αποτελεί σημείο εκκίνησης της διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό αυξήσεων στο προσωπικό μιας υπό κατάρρευση επιχείρησης;
Ας συνειδητοποιήσουμε ότι ο εκκωφαντικός θόρυβος που κάνει ο «υπαρκτός συνδικαλισμός» είναι αντιστρόφως ανάλογος της πραγματικής επιρροής του στα ευρέα εργατικά στρώματα. Ποιος αμφιβάλλει ότι το ποσοστό συνδικαλιστικοποίησης των εργαζομένων στη χώρα μας είναι από τα χαμηλότερα της Ευρώπης; Πώς εξηγείται ότι οι απεργίες που έχουν «επιτυχία» είναι αυτές που γίνονται στις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα όπου οι εργαζόμενοι εγγράφονται στα συνδικάτα χωρίς σχεδόν να ερωτηθούν και σε κάθε περίπτωση την ημέρα της απεργίας «κατεβαίνουν τα ρολά» ώστε να είναι αδύνατη η εργασία, ενώ στον ιδιωτικό τομέα η απεργία έχει κάποια σχετική «επιτυχία» μόνο σε όσες επιχειρήσεις ασήμαντες μειοψηφίες κλείνουν τις εισόδους κατ’ εφαρμογή του δόγματος «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη». Πρέπει επιτέλους να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση στα θέματα αυτά, μεταξύ όσων αντέχουν να διαλέγονται χωρίς τη χάρτινη πανοπλία του δόγματος.

(Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 02.05.2010)

Monday, April 2, 2012

Είναι το πρόβλημα οι κατώτατες αποδοχές;

Του  ΙΩΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ
Καθηγητή εργατικού δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου


Δυστυχώς, όπως και σε άλλα θέματα, η συζήτηση για τις εργασιακές σχέσεις εδώ και δύο περίπου χρόνια εξελίσσεται με συνθήματα («κάτω τα χέρια από …») και με σύμβολα («… τον 13ο και 14ο μισθό»), ενώ οι δημοσιογραφικοί «τίτλοι» παρεμβαίνουν με στείρα και διαστρεβλωτικά σλόγκαν του τύπου «μαχαίρι σε μισθούς και δώρα ζητά η τρόικα».

Η εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας, «δειλή, μοιραία και άβουλη αντάμα», χωρίς να αναπτύσσει την παραμικρή σοβαρή πρωτοβουλία και χωρίς καμία διάθεση να διατυπώσει εναλλακτικές λύσεις, συνεχίζει το παιχνίδι του «χαλασμένου τηλεφώνου» μεταφέροντας διαστρεβλωμένα προς τους κοινωνικούς εταίρους και τον ελληνικό λαό τις προτάσεις της τρόικας. Από την πλευρά τους, οι «κοινωνικοί εταίροι», με ελάχιστες εξαιρέσεις, εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων και «ξαφνιάζονται» κάθε φορά που η τρόικα επανέρχεται και «σκουντάει» την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για τα εργασιακά, αρκούμενοι να θέτουν «κόκκινες γραμμές» και να τα βάζουν με τους δανειστές μας, τη στιγμή που οι ίδιοι, ως εκπρόσωποι των παραγωγικών τάξεων, επί δύο σχεδόν χρόνια δεν έχουν πάρει την παραμικρή πρωτοβουλία για να διαμορφώσουν συναινετικά τις λύσεις που θεωρούν αποτελεσματικές για την άρση των αδιεξόδων στο εργασιακό πεδίο.  

Τέλος, τα κόμματα και οι πολιτικοί συνεχίζουν να επαληθεύουν αδιάκοπα και επίμονα την ανικανότητά τους να προσεγγίσουν με σοβαρότητα οποιοδήποτε από τα δομικά προβλήματα του τόπου. Το χειρότερο είναι ότι δεν βλέπουν σαν εχθρό τους τα ίδια τα προβλήματα, αλλά την τρόικα που τους τα επισημαίνει και ταράζει τη γαλήνη τους με τις «απάνθρωπες» απαιτήσεις της. Έτσι, για παράδειγμα, η κα Δαμανάκη διακήρυξε ότι λύθηκε το πρόβλημα των εργασιακών σχέσεων, αποκαλύπτοντάς μας ότι «μετά από τη μάχη» που έδωσε στην Κομισιόν, οι δανειστές μας δεν απαιτούν πλέον την κατάργηση του κατώτατου μισθού. Οι πολιτικοί φτιάχνουν τους εχθρούς και στη συνέχεια τους κατατροπώνουν. Το χειρότερο είναι ότι πολλοί από αυτούς το πιστεύουν κιόλας.

Δυστυχώς, κάθε σοβαρή προσπάθεια που πάει να γίνει σ’ αυτόν τον τόπο για να βγουν στην επιφάνεια τα χρονίζοντα προβλήματα του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας και να δρομολογηθεί η επίλυσή τους, πνίγεται μέσα σε διαστρεβλωτικά συνθήματα, σε απλουστευτικά σλόγκαν και σε θορυβώδη κονταροχτυπήματα μεταξύ των «ιπποτών της ελεεινής πολιτικής». Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί κανείς από τους αρμόδιους δεν έχει το θάρρος να αναλάβει έγκαιρα την αναλογούσα θεσμική του ευθύνη και το αντίστοιχο πολιτικό ή συνδικαλιστικό «κόστος». Όταν όμως, έτσι, φθάνουμε στο «μη παρέκει», τότε οδηγούμαστε στη σπασμωδική λήψη οριζόντιας και ισοπεδωτικής επιβολής μέτρων. Μάλιστα, πριν καλά-καλά αυτά εφαρμοστούν, όλοι, ακόμη και αυτοί που τα έλαβαν, αρχίζουν να τα καταγγέλλουν εν χωρώ ως αναποτελεσματικά, κατηγορώντας και πάλι την τρόικα ότι τους τα επέβαλε.

Το είδαμε το έργο αυτό τα δύο χρόνια που πέρασαν αρκετές φορές και δυστυχώς ήδη το ξαναβλέπουμε και στο εργασιακό. Όλον αυτό τον καιρό τόσο οι «κοινωνικοί εταίροι» όσο και η πολιτεία κοροϊδεύουν τα προβλήματα, κοροϊδεύουν την τρόικα και αλληλοκοροϊδεύονται με μόνο στόχο να μην αλλάξει τίποτε. Το μόνο σημαντικό θετικό γεγονός ήταν η πρόσφατη θέσπιση της επιχειρησιακής σ.σ.ε., που και αυτή βγήκε στο φως με επώδυνη εμβρυουλκία. Τώρα, που η αδήριτη πραγματικότητα δεν αφήνει άλλα περιθώρια καθυστερήσεων, αντί το Υπουργείο Εργασίας και οι κοινωνικοί εταίροι να συναισθανθούν εν τέλει την βαριά ευθύνη τους και να καθίσουν από κοινού στο ίδιο τραπέζι, με την σοβαρότητα που τους πρέπει, ρίχνουν το μπαλάκι ο ένας στον άλλο και οι δύο μαζί μεταθέτουν πάλι την ευθύνη στην τρόικα: αντί να συζητούν το ίδιο το πρόβλημα συζητούν για την σκληρότητα του δασκάλου που τους έβαλε δύσκολη δουλειά για το σπίτι και μηχανεύονται σχέδια για να την αποφύγουν.

Τι θα έπρεπε λοιπόν να συζητήσουν Υπουργείο και κοινωνικοί εταίροι και πως όφειλαν να ιεραρχήσουν τα προβλήματα; Κατ’ αρχήν να αναγνωρίσουν ότι, παρ’ όλες τις καλλιεργούμενες ψευδαισθήσεις, εξακολουθούμε να έχουμε την πιο άκαμπτη εργατική νομοθεσία στην Ευρώπη (π.χ. σε πρόσφατη έρευνα της Bolton Consulting Group βρισκόμαστε στον πάτο του διεθνή χάρτη χρήσης της προσωρινής απασχόλησης). Το ότι στο χώρο της «μαύρης» εργοδοσίας οργιάζουν οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας δεν αποτελεί άλλοθι για την ύπαρξη της νομοθετημένης ακαμψίας. Η οικονομία και οι εργασιακές σχέσεις μιας χώρας δεν οργανώνονται με βάση την κάθε είδους μαύρη αγορά. Ο σοβαρός ξένος επενδυτής δεν θα έλθει στην Ελλάδα ποντάροντας στην παραβίαση του νόμου.

Τί άλλο θα έπρεπε να μπει στο τραπέζι των συζητήσεων; Όχι βέβαια ο κατώτατος μισθός του ανειδίκευτου εργάτη, αλλά γενικότερα η διαδικασία του σχηματισμού της αμοιβής της εργασίας, μια διαδικασία που τις τελευταίες δεκαετίες λειτουργεί με αυτόματο πιλότο. Πρόκειται για έναν αυτοματισμό που έχει δύο «γκάζια»: Το ένα είναι οι συλλογικές συμβάσεις που χορηγούν αυξήσεις ακολουθώντας μηχανικά τον πληθωρισμό συν κάτι παραπάνω. Το άλλο είναι οι πρόσθετοι θεσμοθετημένοι μηχανισμοί σώρευσης αυξήσεων, δηλαδή οι λεγόμενες «ωριμάνσεις». Τί σημαίνει συνοπτικά ωρίμανση; Σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος, βρέξει-χιονίσει, είναι ή δεν είναι παραγωγικός, είναι ή δεν είναι εργατικός, έχει ή δεν έχει κέρδη η επιχείρηση, απλώς και μόνο γιατί συμπληρώθηκε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (ένα ή δυο χρόνια), λαμβάνει αυτόματα κατά περιόδους ποσοστιαίες αυξήσεις επί του βασικού του μισθού, πέραν της αύξησης που έχει ήδη λάβει στον βασικό μισθό με τη συλλογική σύμβαση.

Έτσι, σωρεύεται ένα παράλογο εργατικό κόστος μέσω μηχανιστικών αυξήσεων που κινούνται έξω από τα δεδομένα της παραγωγικότητας, ανεξάρτητα από την απόδοση, τις ικανότητες και την εργατικότητα του εργαζομένου και χωρίς να λαμβάνεται ποσώς υπόψη η οικονομική θέση της επιχείρησης. Ταυτόχρονα, με το μηχανισμό αυτό καλλιεργείται η συνείδηση της ήσσονος προσπάθειας, της φυγοπονίας, της αδιαφορίας για το αποτέλεσμα και για την κερδοφορία της επιχείρησης και με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται το μοντέλο του εργαζόμενου των «κεκτημένων».

Στα παραπάνω λοιπόν προβλήματα θα πρέπει να περιστραφεί η συζήτηση και όχι στο στείρο αναμάσημα  του σλόγκαν της κατάργησης ή όχι του κατώτατου μισθού, που άλλωστε αφορά πολύ μικρό ποσοστό εργαζομένων. Ως προς το ζήτημα της κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού, είναι προφανές ότι πρόκειται για εκμετάλλευση βολικού «συμβολισμού» που επίσης ξεστρατίζει τη συζήτηση από την εξέταση των ουσιαστικών προβλημάτων. Άλλωστε, ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ έχει ήδη παραδεχθεί ότι οι πρόσθετοι αυτοί μισθοί θα έπρεπε προ πολλού να είχαν καταμεριστεί στους 12 βασικούς μηνιαίους μισθούς. Το πρόβλημα της κακοδαιμονίας μας δεν είναι ούτε ο κατώτατος μισθός ούτε και η τρόικα. Το πρόβλημα είναι ότι, λίγες στιγμές πριν την καταστροφή, εξακολουθούμε να μην τολμάμε να βάλουμε το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων. 

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 15.1.2012
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_15/01/2012_469258

Μύθοι και αλήθειες για την κοινωνική συνοχή

Του ΙΩΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ
Καθηγητή εργατικού δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου


Από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας την άνοιξη του 2010, μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού και
συνδικαλιστικού κόσμου θυμήθηκε την ανάγκη διατήρησης της «κοινωνικής συνοχής» και άρχισε να αντιμετωπίζει κάθε σκέψη, κάθε πρόταση, κάθε υπαινιγμό για οποιαδήποτε αλλαγή στο πεδίο της αγοράς εργασίας και της πολιτικής της απασχόλησης ως ανοίκεια προσπάθεια ρηγμάτωσής της। Προφανώς, η αντίδραση αυτή εδράζεται στην αντίληψη ότι όταν άρχισε να εκδηλώνεται στην Ελλάδα η οικονομική κρίση, η «κοινωνική συνοχή» βρισκόταν σε εξαιρετικό ή έστω σε ικανοποιητικό επίπεδο και ότι οποιαδήποτε αναδιάταξη του νομικο-θεσμικού τοπίου της αγοράς εργασίας μοιραία θα οδηγούσε στην υπονόμευσή της। Έχουμε όμως διαμετρικά αντίθετη γνώμη και θεωρούμε ότι η προβολή αυτής της θέσης υποκρύπτει ανομολόγητη άρνηση προνομιακών ομάδων απέναντι σε οποιασδήποτε αλλαγή των εργαλείων εξυπηρέτησης του πελατειακού, κρατικοδίαιτου και συντεχνιακού συστήματος συμφερόντων.
Η «κοινωνική συνοχή» είναι μια σύνθετη κατάσταση και εκφράζει το βαθμό και την ποιότητα της έντασης των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας। Στη θετική της κατεύθυνση αποτυπώνει έναν υψηλό βαθμό συνέργειας μεταξύ των κοινωνικών συντελεστών (προσώπων, φορέων, οργανισμών) και μια κατάσταση καλής λειτουργίας της κοινωνίας με εμφανείς εκφράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και έκδηλη εγκατάσταση ισχυρής «κοινωνικής συνείδησης»। Προσθέτως, η κοινωνική συνοχή εδράζεται κατ’ ανάγκη σε κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις που αποδέχονται την ειρηνική διευθέτηση των αντιτιθεμένων συμφερόντων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και την επιδίωξη συναινετικών λύσεων των διαφορών με αμοιβαία οφέλη.
Σε μεγάλο βαθμό, το επίπεδο της συνοχής μιας κοινωνίας συνδέεται με την κατάσταση της αγοράς εργασίας και τις ευκαιρίες στην απασχόληση। Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση και επηρεάζεται ισχυρά από την επεξεργασία και ορθή εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών που διασφαλίζουν την απασχόληση και οδηγούν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, επιδιώκουν την σχετικά ισοδύναμη αύξηση του ενεργού δυναμικού στις διάφορες περιφέρειες, στοχεύουν στην μείωση του χάσματος της κατάστασης της απασχόλησης μεταξύ διαφόρων ηλικιακών και άλλων κοινωνικών ομάδων και, ειδικότερα, αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα το πρόβλημα της ανεργίας των νέων και των γυναικών। Με άλλα λόγια, η «κοινωνική συνοχή» διψά από μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, με τις οποίες θα διευκολύνεται η επανένταξη στην αγορά εργασίας των ανέργων και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας। Εξάλλου, είναι προφανές ότι το επίπεδο της κοινωνικής συνοχής σε μια χώρα δεν μπορεί να βρίσκεται σε υψηλό σημείο όταν είναι ανύπαρκτος ή μηδαμινός ο βαθμός κοινωνικής νομιμοποίησης των εκπροσώπων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων καθώς και όταν ελλείπει ή είναι στρεβλή η αυτοσυνειδησία αυτών.
Πώς όμως θα μπορούσε να πειστεί κανείς ότι το επίπεδο της «κοινωνικής συνοχής» στη χώρα μας ήταν ζηλευτό στις αρχές του 1010, τότε που η καυτή λάβα των αδιεξόδων άρχισε να κυλά από μικρότερους και μεγαλύτερους κρατήρες προς την καθημερινότητα των πολιτών, τότε που η τέφρα της κρίσης άρχισε να καλύπτει όλους τους τομείς και εκφάνσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής; Πως θα μπορούσε να υφίσταται σε στοιχειωδώς ανεκτά επίπεδα η κοινωνική συνοχή το 2010 όταν η γενική ανεργία ήδη κάλπαζε προς το 15%, η ανεργία των γυναικών έτεινε στο 20%, η ανεργία των νέων κοντοζύγωνε στο 30%, ενώ σε ορισμένες περιφέρειες της χώρας έβαινε προς διπλάσιες τιμές από ό,τι σε άλλες;
Ποιο επίπεδο συνοχής θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, στην οποία ήταν, και εξακολουθεί να είναι, άκρως υποβαθμισμένο και έχει όλως επιφανειακό χαρακτήρα το εργαλείο του διαρκούς και ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των κοινωνικών ομάδων; Πώς θα μπορούσε να ήταν εδραιωμένη η συνοχή σε μια κοινωνία στην οποία δεν γίνεται αμοιβαία παραδεκτή η ύπαρξη και η ανάγκη προαγωγής κάποιων κοινών συμφερόντων και η αναγκαιότητα επιδίωξης ισορροπιών μεταξύ κοινωνικών ομάδων; Πώς θα μπορούσε να είχε σχηματιστεί κοινωνική συνοχή σε μια κοινωνία ειθισμένη στον άγριο πολιτικό λόγο και στην ακραία συγκρουσιακή πολιτική πρακτική; Πού θα μπορούσε να είχε βασιστεί η συνοχή, όταν το «δίκαιο του εργάτη» αντιπαραβάλλεται και επιδιώκει να παραμερίσει βάρβαρα το «κράτος δικαίου» και όταν αυτοί που υπεραμύνονται της κοινωνικής συνοχής προωθούν λογικές αυτοδικίας και κοινωνικών αυτοματισμών
αντιλαμβανόμενοι τη βία ως «μαμή» της ιστορίας; Με ποια αντίληψη κοινωνικής συνοχής καίγονταν τον Μάιο του 2010 τρεις αθώοι στον τόπο εργασίας τους στο όνομα της «δημοκρατίας της κουκούλας» απλώς γιατί τόλμησαν να μην απεργήσουν; Η «κοινωνική συνοχή» είναι ένα μέσο ειρήνευσης της κοινωνίας και όχι υπονόμευσή της.
Οι αυτοδιοριζόμαστε «ηρακλείδης» της κοινωνικής συνοχής και διαρρηγνύοντες τα ιμάτιά τους υπέρ της διατήρησής της ας παρενέβαιναν έγκαιρα όταν ανεύθυνα οι λεγόμενοι κεντρικοί «κοινωνικοί εταίροι» πριν τρία χρόνια έδιναν μια φονική μαχαιριά στην απασχόληση συνομολογώντας με την ΕΓΣΣΕ μια αύξηση αποδοχών 3% από 31।8.2008 και άλλη μία αύξηση 5,5% από 1।5.2009, ποσοστά αυξήσεων εξωφρενικά εάν ληφθεί υπόψη η παραπαίουσα ελληνική οικονομία και ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας κατρακυλούσε ήδη προς στην 71η θέση (2009) της παγκόσμιας κατάταξης (το 2002 ήταν στην 33η θέση); Ποιος λοιπόν ευθύνεται για την εκτόξευση της ανεργίας σε υπερδιπλάσια ποσοστά εντός δύο ετών εάν όχι αυτοί που σήμερα βρίσκουν παντού υπονομευτές της κοινωνικής συνοχής; Μήπως είναι οι ίδιοι που θεωρούσαν αυτονόητο ότι ο εργαζόμενος των ΔΕΚΟ και των πρώην ΔΕΚΟ, τραπεζών κ।λπ. δεν απολύεται σχεδόν ποτέ, παίρνει δύο-τρεις πρόσθετους μισθούς πέραν του 14ου και απολαμβάνει πλούσιο μενού επιδομάτων, θεωρώντας μια τέτοια κατάσταση ως καίριο στοιχείο της «κοινωνικής συνοχής»;
Αυτό λοιπόν που πρέπει σήμερα να διευκρινιστεί είναι ότι η «κοινωνική συνοχή» είναι το ζητούμενο στην χώρα μας και όχι αυτό που υπονομεύεται από όσους προτείνουν και πασχίζουν για διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και στις πολιτικές της απασχόλησης। Δεν πρέπει να παγιδευόμαστε από την προπαγάνδα κάποιων αδικαιολόγητα προνομιούχων που θέλουν να ταυτίζουν την μείωση της αδικαιολόγητης «ευημερίας» τους με δήθεν επίθεση κατά της «κοινωνικής συνοχής»। Ένας λόγος που φθάσαμε στα οριακά σημερινά προβλήματα είναι ακριβώς η στρέβλωση των εννοιών και των καταστάσεων. Η κοινωνική συνοχή δεν κινδυνεύει, αλλά αντίθετα νομίζουμε ότι ήλθε η ώρα να αρχίσει να κτίζεται και στερά υλικά.

Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 12.02.2012

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/02/2012_472210