Friday, May 10, 2013

Η αλλοίωση του σκοπού της απεργίας

Σύντομη ιστορική αφήγηση κατά της «επιδημίας του αυτονόητου», κατά της ανιστορικής πρόσληψης των «δικαιωμάτων» και με την ελπίδα κάποιοι να καταλάβουν ότι η προσφυγή στην απεργία δεν μπορεί να αποβλέπει στη εκδίκηση της σύμπασας κοινωνίας από όποια μερίδα πολιτών είναι ή θεωρεί ότι είναι αδικημένη.

Μια απεργία δεν μπορεί, πρωτίστως, παρά να αφορά στη σχέση εργαζομένων και εργοδότη. Με αυτή τη διάσταση αναγνωρίστηκε το απεργιακό δικαίωμα πριν εκατό περίπου χρόνια, δηλαδή με σκοπό να πιέζεται ο εργοδότης να ενδίδει στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Στις δημόσιες υπηρεσίες όχι μόνο δεν επιτρεπόταν η απεργία, αλλά εθεωρείτο και ποινικό αδίκημα. Θα θυμίσουμε επίσης ότι παλαιότερα οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας παρέχονταν μόνο από το Κράτος ή από φορείς καθαρά δημοσίου χαρακτήρα, άρα ζήτημα απεργίας δεν ετίθετο. 

Σταδιακά οι υπηρεσίες αυτές πέρασαν στο μεγαλύτερό τους μέρος στον ιδιωτικό τομέα, όπου η απεργία ήταν επιτρεπτή, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε το απεργιακό δικαίωμα και στη δημόσια διοίκηση. Έτσι, βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε ένα τοπίο, όπου η απεργία επιτρέπεται πλέον παντού.

Ωστόσο, μολονότι σήμερα επιτρέπεται παντού η απεργία, στην πράξη οι απεργίες στον καθαρά ιδιωτικό (μη κοινωφελή) τομέα είναι ελάχιστες και ασήμαντης σημασίας. Στις μέρες μας, όταν λέμε «απεργία» δεν εννοούμε παρά μόνο το κλείσιμο επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή δημοσίων υπηρεσιών. Έτσι, ο αρχικός χαρακτήρας της απεργίας, ως μιας υπόθεσης που εξελισσόταν μεταξύ απεργών και ιδιώτη εργοδότη και ελάχιστα αφορούσε την κοινωνία, έχει τελείως μετατραπεί σε μια υπόθεση βασανισμού του ελληνικού λαού από τις αλλεπάλληλες απεργίες που κηρύσσονται σε δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια ολοκληρωτική αλλοίωση του σκοπού της απεργίας.

Όταν το ελληνικό Σύνταγμα του 1975 για πρώτη φορά αναγνώρισε ρητώς το δικαίωμα της απεργίας, είχε πλήρη συνείδηση ότι οι απεργίες που γίνονται στις δημόσιες υπηρεσίες και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, η ζημία που προκαλείται, εξ αντικειμένου, δεν αφορά κυρίως στον εργοδότη, αλλά πρωτίστως το κοινωνικό σύνολο. Για το λόγο αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης, πολύ σωστά, επισήμανε ότι στους χώρους αυτούς το δικαίωμα της απεργίας πρέπει να υποβάλλεται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και έτσι κάλεσε τον κοινό νομοθέτη να διαχειριστεί το ζήτημα αυτό λαμβάνοντας υπόψη την αναγκαιότητα εξυπηρέτησης των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.

Ωστόσο, ο νόμος περί απεργιών που εκδόθηκε μόλις ανέβηκε «ο λαός στην εξουσία» (Ν. 1264/1982) διαμόρφωσε τις ρυθμίσεις του με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να ακυρώνει την αποτελεσματικότητα της άλλης. Έτσι, ασήμαντες συνδικαλιστικές μειοψηφίες κάνουν αλλεπάλληλες απεργιακές επιθέσεις κατά της κοινωνίας, εκβιάζοντας με τον τρόπο αυτό το Κράτος να υποκύπτει στις κάθε είδους παράλογες απαιτήσεις τους.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ένα σοβαρό κράτος όταν πλέον καθημερινά το κοινωνικό σύνολο εισπράττει αλλεπάλληλα απεργιακά χαστούκια; Να προχωρεί σπασμωδικά στη χρήση ενός αμφισβητούμενου νομικά και πολιτικά μέσου που λέγεται «επίταξη προσωπικών υπηρεσιών» ή να εξετάσει ποιοι είναι οι λόγοι που οι απεργίες διαλύουν τον κοινωνικό ιστό; 

Πόσο δύσκολο είναι να τροποποιηθεί η περί απεργιών νομοθεσία και να τεθούν προστατευτικές της κοινωνίας δικλείδες όσον αφορά τις απεργιακές κινητοποιήσεις στο δημόσιο τομέα;

No comments:

Post a Comment